Τα
βασικά χριστουγεννιάτικα φαγητά είναι κυρίως ο πετεινός κι η όρνιθα
(γιομιστά και πιο συχνά σούπα) και πολύ λιγότερο το αρνίσιο ή βοδινό
κρέας. Το ψήσιμο του διάνου (γαλοπούλας), ως ευρωπαϊκό έθιμο, ήταν ξένο
κι άγνωστο στους Ερυθραιώτες, παρόλο που το γνώριζαν πολλοί
δυτικομαθημένοι Σμυρνιοί.
Το
χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πλούσιο, αλλά υστερούσε από το
αηβασιλειάτικο. Σε ολόκληρες περιφέρειες (Τσεσμές, Βουρλά κ.ά.), το
κύριο φαγητό ήταν αβγοκομμένη σούπα για (ή) με όρνιθα για με κριάσι. Στο
Ρεΐσντερε έφτιαχναν επίσης λαχανοντορμάδες με κατσικερνό κιγμά (τα
φύλλα του λάχανου συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού) και μπουρέκια με
λογιώ λογιώ χόρτα. Αλλού, έτρωγαν ρύζι ή μπλιγούρι πιλάβι με το
κριγιάσι. Στο Σιβρισάρι, που ‘χε ολόγυρα πολλά βουνά, παγανιές από
αβτζήδες (ομάδες κυνηγών), μέρες πριν από τις σκόλες, κυνηγούσαν τα
ντομούζια (αγριογούρουνα). Το κρέας τους είναι ιδιαιτέρως νόστιμο και
για το αντέτι ήταν απαραίτητη η κατανάλωσή του στις γιορτές, όχι όμως
ανήμερα Χριστούγεννα. Λόγω της συμβίωσης με τους Μουσουλμάνους που
αποφεύγουν το χοιρινό κρέας, γουρούνια έσφαζαν μόνο σε λίγα μέρη, αμιγώς
ελληνικά (Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά κ. ά), και περνούσαν με το κρέας τους,
τσιγαριστό ή φρέσκο, από το Δωδεκάμερο ως τις Απόκριες.
Στα
Βουρλά, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τσι καβουρμάδες.
Τσιγάριζαν αρνίσο για νταναδίσο (μοσχαρίσιο) κριάσι με κρομμύδια και
μυρουδικά και το διατηρούσαν σε κουμνιά (πιθαράκια) καλυμμένο μέσα στη
γλίνα του (λίπος). Σ’ άλλα μέρη έκαναν καβρουμά με τηγανητό χοιρινό,
κρομμύδια και σάλτσα. Κεσκέκι (κεσκέσι ή κιοσκέκι, πολύ νόστιμο κι
εύπεπτο φαΐ με μπλιγούρι και γλινερό κρέας) ή πιλάβι ή ροβίθια με τον
καβρουμά έφτιαχναν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες για συχώριο των
απεθαμένωνε και το έστελναν στους φτωχούς για ψυχικό.
Οι
χλιμμένοι (πενθούντες) επίσης δεν γιόρταζαν ούτε έκαναν καμιά γιορτινή
προετοιμασία, όπως τα άλλα σπίτια. Γι’ αυτούς φρόντιζαν οι συγγενείς, οι
γείτονες κι οι φίλοι να μη τους λείψει τίποτε χρονιάρες μέρες.
Γλυκά
πολλά δεν έχει το ερυθραιώτικο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στη Δυτική
Ερυθραία (Αλάτσατα, Λεθρί, Τσεσμέ κ.ά.) έφτιαχναν για το καλό λίγα
αβγουλένια ή αβγοκαλάμαρα ή ψαθούρια (δίπλες). Αν κάποιος γιόρταζε το
όνομά του (Χριστάκης, Χρουσώ, Μανόλης, Στεφανής), τότε έφτιαχναν και
κάποιο γλυκό του ταψού, συνήθως καρυδόπιτα ή μπακλαβού. Στα χαιρέτια
(ονομαστικές γιορτές) τω Δωδεκάμερω, οι Βουρλιωτίνες ητρατέρνανε επίσης
αμυγδαλωτά σε σχήμα αχλαδάτο.
Τα
Χρουστούεννα ήταν μεγάλη γιορτή με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και
περιεχόμενο. Ο κόσμος ηνυχτερεύγανε (αγρυπνούσαν) και πήγαιναν στη θεία
λειτουργία γύρω στις 2 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα της παραμονής σε μερικά
μέρη (Βουρλά, Σιβρισάρι) ηπερνούσε για ο καντηλάφτης για ο πασβάντης κι
ηχτύπαε με τη νταγιάκα του τσι πόρτες σε ούλα τα σπίτια τω Χριστιανώνε,
για να τσι αβιζάρει (ειδοποιήσει) για τη λουτουργιά. Σποραδικά,
παράλληλα με τις καμπάνες, ακούγονταν και κουρσουμιές (πυροβολισμοί).
Στην εκκλησιά πήγαιναν κυρίως οι άντροι κι όσοι θε’ να ματαλάβουνε,
καλοφορεμένοι, αλλαμμένοι, τυποδεμένοι και σισταρισμένοι (καλοντυμένοι,
περιποιημένοι), γαρμπόζοι (κομψοί) με τα καλά σαρβάρια τως, ντιλικάτοι
και ζαρίφηδοι (αρχοντικοί). ‘Πολούτουργα ηπαίρνανε αντίντερο κι
ηγιαγέρνανε στο σπίτι, όπου τους περίμεναν οι γυναίκες, ετοιμάζοντας τα
σκολιανά φαγιά.
Η
γιορτή των Χριστουγέννων ήταν τριήμερη και οικογενειακή, καταπώς το
λέει κι η παροιμία «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση»,
που δηλώνει χαρακτηριστικά πόσο διαρκεί η κάθε γιορτή. Τα Γέννα, λοιπόν,
περιλαμβάνουν και τσι γιορτές τ’ Άη-Μανολιού και τ’ Άη-Στεφάνου, που
θεωρούνται μεάλες σκόλες.
Χαρακτηριστικά
ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα Χρουστούεννα, τ’
Άη-Βασιλειού και τω Λόφωτω παντού ήκουες να χαιρετούνε ούλη τη μέρα
ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και
του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είχαν θέση σε τούτες τις
Καλές Μέρες.