Μεγάλη
έγνοια είχαν οι παλιοί αθρώποι για το καλό ποδαρικό. Πίστευαν πως είναι
το συναπάντημα της τύχης, ένα ραντεβού με την συνολική ευτυχία της
οικογένειας, γι’ αυτό και πολλοί το σκηνοθετούν επίτηδες. Ποδαρικό
συνήθως έκανε ένα αγόρι αμφιθαλές, καλοπόδαρο και γουρλής, αλλά και
συγγενείς, φίλοι ή χωριανάκια (συγχωριανοί) που θεωρούνταν γουρλήδες,
για να πάει με γούρι η χρονιά. Γνωστές εξάλλου είναι οι φράσεις «νά
‘ρτεις να μου σπάσεις το ρούδι!» ή «να μού ‘ρκεις για ποδαρικό!», που
πήραν και έντονα ειρωνικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα μέρη όμως, ποδαρικό
ουσιαστικά κάνει ο νοικοκιούρης που έρκεται σύναυγα, πριχού για μετά τη
λουτουργιά, φέρνοντας ένα μπαρδάκι (σταμνάκι) με το αμίλητο νερό, μια
βαριά πέτρα (συμβολίζει την υγεία και τον πλούτο) και το ρούδι,
λειτουργημένο ή όχι.
Παντού,
με τα αγόρια που έκαναν ποδαρικό, οι οικογένειες αντάλλασσαν γλυκά και
καρπούς μέσα σε πιάτα, γαβάθες ή ταβαδάκια τυλιγμένα μ’ άσπρα κοφτά ή
ξομπλιαστά πεσκίρια (κεντητές πετσέτες).
Στο
ποδαρικό οι Μελιώτες, οι Λεθριανοί, οι Αγιαπαρασκευούσοι στερνιάτζαν τα
παιδιά με κέρματα, πολλά ή λίγα, αναλοής με το πουγγί ντως. Το
στέρνιασμα (στρένιασμα) ή μπολιστρίνα είναι έθιμο πανάρχαιο, από τον
καιρό της Ρωμαιοκρατίας, και συνηθίζεται πολύ στην Κύπρο, σε πολλά νησιά
του Αιγαίου και στους Κατωιταλιώτες Έλληνες. Στο Μελί ο κύρης
στέρνιατζε επίσης όλα τα μέλη τση φαμελιάς του για το καλό, αφού πρώτα
ερχόταν στο σπίτι φέρνοντας το αμίλητο νερό, την πέτρα και το
λουτουργημένο ρούδι. Αφήνοντας τη βαριά πέτρα στο κατέφλιο ή πίσω από
την πόρτα του σπιτιού, ευχόταν «σαν που βαρώ εγώ, να βαρεί και το πουγγί
μου!» ή «γεροσύνη και το βάρος της μάλαμα!»
Στο
Βουρλά μας, χαράματα, πριχού την άρμπα (αυγή), ηξύπναε ο άντρας του
σπιτιού (πατέρας για γιος), ηπήαινε σε τσεσμέδες (βρύσες), μπουνάρια
(πηγές) και πηάδια και ήφερνε κρουφά (να μην απαντήξει κανενούς στο
δρόμο), την ώρα που ροδιάζει η μέρα, τ’ αμίλητο νερό (για να τσουλήσει
ανεμπόδιστος σαν το νερό ο χρόνος) και μια βαριά πέτρα, για να βαραίνει
από τσι πολλοί παράδες η μπουζού του (τσέπη). Ήμπαινε με το δεξί στο
σπίτι, για να πάνε ούλα δεξιά με το νέο χρόνο. Όσοι είχαν βρύση στο
σπίτι, την ανοίανε να τρέξει μπόλικο νερό και να πάρει ματζί του τα κακά
του παλιού χρόνου.
Στο
Σιβρισάρι, ο κύρης του σπιτιού ηπήαινε στην εκκλησά με το ρούδι στην
πουζού, για να βλοηθεί κι αυτό μαθές. Απέ, το σπα μέσα στο σπίτι, να
σκροπίσουνε παντού τα κουκκούδια του, για νά ‘ρτει το μπερεκέτι. Εύκεται
σε ούλοι τσι εδικοί του «καλή χρονιά και καλά καντέρια (τύχη)! Ούλα
χαϊρλίδικα και πλούσα να ‘ναι!»
Στα
Αλάτσατα και τα τιμάρια τους (δηλαδή τα χωριά της περιοχής, Πυργί,
Ζίγκουι, Σεούτι, Αγριλιά, Νεουνταλάνι, Τσικούρια κ.ά.), το αμίλητο νερό
το έφερναν για να ‘ναι δροσισμένο το σπίτι οληχρονίς. Το ρούδι πίστευαν
ότι έφερνε μπερεκέτι και πολλά μαξούλια. Οι Αλατσατιανοί εύχονταν επίσης
με το ποδαρικό «καλοχρονιά και μαξούλια καλά!», ενώ οι Κατωπαναούσηδοι
«καλοχρονιά και να ‘στε εφτάμοιροι κι εφτάπλουτοι!»
Στην
Αγιά-Παρασκευή (Κιόστε) σπούσαν το ρούδι οπωσδήποτε σε καΐκια, μαγαζιά
κι αργαστήρια, όπου άφηναν και πιάτα με γλυκά, για να ‘ναι ολουχρονίς
γλυκαμένοι και μπερεκετλήδες και στους χώρους εργασίας.
Του
ρουδιού τα κουκκούδια σε όλη σχεδόν την Ερυθραία, κατεξοχήν
αμπελουργική περιφέρεια ως το 1922, από τις μεγαλύτερες του Ελληνισμού,
τα μάζευαν μετά τα Φώτα και τα έριχναν στα αμπέλια ή στους ασμάδες
(κληματαριές) των σπιτιών, για να κάνουν πολλά σταφύλια.