Ένας Ταξιάρχης στο Αϊβαλί….
Γλύτωσε την καταστροφή του 1922, «επισκευάστηκε» κακήν κακώς πριν πέντε χρόνια αλλά ο Αιβαλιώτες «Αϊστράτγους» παραμένει στην Πολιτεία Του
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 8/11/2020
Κάπου λέει στα τέλη του 15ου αιώνα, εκεί στην παραλία καρσί από το Μανταμάδο της Λέσβου, μέσα στο στενό θαλασσινό σοκάκι που σχημάτιζαν η ακτή και τα νησιά, εκεί που ύστερα το ονομάτισαν «του Αγγελή ο Γιαλός», είχε λέει μια Σκάλα με λιγοστούς, του σκοινιού και του παλουκιού, κατοίκους μουσουλμάνους και χριστιανούς. Την είχαν λέει φτιάξει πειρατές για να μεταφέρουν από εκεί τη λεία στο εσωτερικό της Ασίας. Οι αγριοκυδωνιές στο λόφο πάνω από την παραλία λένε πως ήταν η αφορμή για να βαφτίσουν ετούτη τη Σκάλα Αϊβαλίκ που πάει να πει Κυδωνίες.
Το 1533 με το νέο σύστημα επαρχιακής διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε το Εγιαλέτι της Άσπρης Θάλασσας με επικεφαλής το Μυτιληνιό Αρχιναύαρχο Καπουδάν Πασά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Η Μυτιλήνη ήταν η κυριότερη βάση του στόλου στο Αιγαίο και ο πληθυσμός της υπέφερε από αγγαρείες, επιπλέον φόρους και υποχρεωτική υπηρεσία στις γαλέρες.
Είχε λέει και εμπιστοσύνη ο Καπουδάν Πασάς στους συμπατριώτες του.
Γι’
αυτόν το λόγο, γύρω στα 1580, πολλές οικογένειες εγκαταλείψαν μαζικά
της Λέσβο και ζήτησαν καταφύγιο στις απέναντι μικρασιατικές ακτές που
δεν ανήκαν στο Εγιαλέτι της Άσπρης Θάλασσας, αλλά ελέγχονταν από τους
μπέηδες της Περγάμου και του Αδραμυτίου, των οποίων όμως, η εξουσία σ’
αυτήν την περιοχή ήταν σκιώδης.
Το τέμπλο της εκκλησίας.Μαρμάρινο φτιαγμένο από Τηνιακούς μαστόρους
Ετούτοι οι φυγάδες από τη Λέσβο πρώτα αγκυροβόλησαν στην παραλία του Αγιασμάτ, όπου όμως δεν υπήρχαν ελεύθερα χωράφια κι έτσι προχώρησαν και κατέληξαν στη χερσόνησο Εγρί Μποτζάκ, όπου εγκαταστάθηκαν διάσπαρτα, μιας κι’ εκεί η καλλιεργήσιμη γη ήταν λίγη, ανάμεσα σε άγονες πλαγιές και δάση. Αλλά, επειδή ούτε οι θέσεις αυτές παρείχαν ασφάλεια από τη θάλασσα, σύντομα εγκαταλείφθηκαν όλες, εκτός από το χωριό που ύστερα βαφτίστηκε Γενιτσαροχώρι.
Οι περισσότεροι μετακόμισαν στο εσωτερικό του κόλπου και έχτισαν τα σπίτια τους στη θέση της παλιάς Σκάλας των πειρατών, κάτω από τις αγριοκυδωνιές. Έτσι θεωρείται ότι χτίστηκε ο οικισμός των Κυδωνιών, ο οποίος αναπτύχθηκε γρήγορα γύρω από το ναό των Ταξιαρχών, τον πρώτο ενοριακό ναό της πόλης.
Ετούτος ο πρώτος
Αιβαλιώτης Ταξιάρχης χτίστηκε στο πλάτωμα ενός λατομείου από το οποίο
έβγαινε πέτρα για το χτίσιμο των σπιτιών. Πρέπει να έμοιαζε εκκλησιές
της εποχής σαν το σωσμένο Χριστό στα Παπιανά της Καλλονής.
Έζησε
κοντά 150 χρόνια κι αντικαταστάθηκε στα 1753 όπως μαρτυρεί μια επιγραφή
εντοιχισμένη στα κελιά του σημερινού Ταξιάρχη που γράφει «Ταξιάρχης
1753». Τρίκλιτη βασιλική σαν το «γείτονα» Μανταμαδιώτη Αϊ Βασίλη πρέπει
να ήταν λέει ο αξέχαστος Δημητρός Ψαρρός.
Ετούτος ο δεύτερος
Αιβαλιώτης Ταξιάρχης καταστράφηκε όπως κι όλη η πολιτεία, κατά την
πυρκαγιά της 3ης Ιουνίου του 1821. Στην Καταστροφή της πόλης, Ακαδημίας
Κυδωνιών και Ελληνικής επανάστασης ένεκα.
Σώθηκαν μόνο τμήματα του περιβόλου μαζί με μια βρύση στην εξωτερική, νότια, πλευρά του.
Η εκκλησία αποθήκη πριν χρόνια
Με την επιστροφή των Αϊβαλιωτών συντηρήθηκε όπως όπως και τελικά ξαναχτίστηκε το 1844 καταπώς στέκει σήμερα. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά η κτητορική επιγραφή της πρόσοψης μαζί με τα δυσανάγνωστα ονόματα των πρωτομαστόρων. Αλλά και η μαρμάρινη πλάκα της σωζόμενης στο ιερό Αγίας Τράπεζας: 1844 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 20 ΝΚΟΛΑΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.
«Ο τελευταίος αυτός ναός των Ταξιαρχών είναι μια επιβλητική τρίκλιτη βασιλική ίσως η ωραιότερη του «αϊβαλιώτικου» τύπου. Έχει υπερύψωση του μεσαίου κλίτους και ευρύχωρο γυναικωνίτη πάνω από τον εξωνάρθηκα, ο οποίος περιβάλλει τη δυτική πλευρά. Οι κολόνες του εξωνάρθηκα είναι από λευκό μάρμαρο και οι καμάρες από κόκκινη πελεκητή πέτρα του Σαρμουσάκ.
Ο εξωτερικός τοίχος του γυναικωνίτη είναι χτισμένος με πελεκητή ηφαιστειακή πέτρα από χρώμα της κίτρινης ώχρας, με κόκκινες φλέβες. Το υλικό αυτό μάλλον προέρχεται από τα κοντινά «νταμάρια» στα γύρω υψώματα.
Ο κορμός του κυρίως ναού είναι χτισμένος με στιβαρή λιθοδομή, που σε κάποια φάση σοβαντίστηκε και βάφτηκε στο χρώμα της κίτρινης ώχρας, με γραμμές που απομιμούνται ισοδομική τοιχοποιϊα. Η ανατολική πλευρά με τις κόγχες του ιερού έχει χτιστεί με διακοσμητική διάθεση, με σκοπό να μείνει εμφανής. Στη βορινή πλευρά υπάρχει μια κομψή σκάλα από πέτρα του Σαρμουσάκ που οδηγεί στην είσοδο του γυναικωνίτη.Ένας ανάλαφρος τρουλίσκος πάνω σε λεπτές κολώνες στεγάζει το πλατύσκαλο στην κορυφή» γράφει ο Δημητρός Ψαρρός στο μνημειώδες του έργο «Το Αϊβαλί» .
Το εσωτερικό του ναού φαίνεται ότι ανακαινίστηκε και πήρε τη σημερινή του μορφή τη δεκαετία του 1880. Η οροφή παρουσιάζει ένα σύνολο με καμάρες και σταυροθόλια από μπαγδατί με γύψινες διακοσμήσεις, που καλύπτει την ξύλινη κατασκευή της στέγης.
Οι ξύλινες κολόνες επενδύονται και αυτές με μπαγδατί και αποκτούν γύψινα κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ οι τοίχοι χρωματίζονται έτσι ώστε να μοιάζουν σαν καλυμμένοι με μάρμαρα στο χρώμα της ώχρας. Ο ξύλινος άμβωνας στην αριστερή κιονοστοιχία είχε κι αυτός παρόμοια διακόσμηση, με απομίμηση μαρμάρου στο ίδιο χρώμα της ώχρας. Το τέμπλο είναι μαρμάρινο, φτιαγμένο από τηνιακούς μαστόρους, όπως και ο επισκοπικός θρόνος και τα δυο μεγάλα προσκυνητάρια στο δεύτερο ζευγάρι κιόνων του ναού. Όλα αυτά τα στοιχεία με πλούσια επίχρυση γλυπτή διακόσμηση.
Η αγιογράφηση στο σύνολό της είναι έργο του ζωγράφου Γεώργιου Αγραφιώτη, ο οποίος υπογράφει και τον Παντοκράτορα του επισκοπικού θρόνου: «Δια συνδρομής Ευστρατίου Γονατά. Έργον Γ. Αγραφιώτου, 1886».
Στον Αιβαλιώτη Ταξιάρχη πρωτοπήγα πολύ νέος άνδρας πριν κοντά 40 χρόνια. Μόλις είχε πάψει να χρησιμοποιείτε σαν αποθήκη. Ο εξωνάρθηκας είχε χτιστεί για τις ανάγκες στέγασης της οικογένειας του φύλακα της αποθήκης.
Λίγα χρόνια μετά, 1985 πρέπει να ήταν ένας Μυτιληνιός καλογερόπαπας έδωσε 10 δολάρια στη γυναίκα του φύλακα που συνέχιζε να ζει στον εξωνάρθηκα κι έχτισε με πλίνθους την «ωραία πύλη» του ιερού «να μην τη μαγαρίζουν». Σπρώξαμε και ρίξαμε κάτω κι έσπασε από ετούτο που κάναμε την πλάκα της Αγίας Τράπεζας.
Κι ήμουνα μάρτυρας της στιγμής που ο καλογερόπαπας έβγαλε από μια τσάντα το πετραχήλι του, το φόρεσε, γονάτισε και προσευχήθηκε μπροστά στην κολώνα της Αγίας Τράπεζας κι ύστερα «έσπασε» και πήρε μαζί του το «εγκαίνειο» της. Ήταν λέει λείψανα του Αί Γιώργη του Χιοπολίτη! Στην εκκλησιά της Παναγιύδας, το προσφυγοχώρι λίγο έξω από τη Μυτιλήνη μπορεί κανείς να δει και να προσκυνήσει ετούτα τα λείψανα.
Ξαναπήγα πολλές φορές.
Οι εικόνες στο Δωδεκάορτο στα αψηλά του τέμπλου στέκαν όλες, μαζί με τις
περισσότερες μεγάλες στο τέμπλο.
Κάποια στιγμή αρχές της δεκαετίας
του 1990 αλλάξαν τη στέγη στο ναό. Ζήτησα από έναν εργάτη να μου βγάλει
μια «καρφάρα» κοντά 30 πόντους να μου τη δώσει. Την πήρα και του έδωσα
πέντε δολάρια… Πρώτη φορά είχε πληρωθεί από ένα τρελό που μάζευε
σκουπίδια.
Εκεί στην άκρη έστεκε ο Επιτάφιος και κάποια άλλα λιγοστά ξύλινα σκεύη του ναού.Μαζί με τις ακόνες, όλα μαζεύτηκαν και φύγαν «για συντήρηση στο Μπαλίκεσιρ» είπαν….
Το Σεπτέμβριο του 1999, Κυριακή πρωί στον Αιβαλιώτη Ταξιάρχη λειτούργησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Αποβραδύς στο φως τον κεριών στο Μοσοχνηιώτη Ταξιάρχη είχε ενθρονίσει το μητροπολίτη Μοσχονησίων κ. Απόστολο. Ένα καράβι Μυτιληνιού ήμασταν εκεί κι αντικρίζαμε βουβοί το θαύμα…
Ακολούθησαν χρόνια επισκευών. Πάνε πέντε χρόνια που επισκευασμένος είπαν ξανάνοιξε σαν μουσείο πια. Στο ναό μπαίνεις από την πόρτα του ιερού στη νότια πλευρά του. Εδώ θα μου πείτε δεν ξέρουν από πού μπαίνει κανείς σε μια εκκλησιά έστω κι αν αυτή είναι μουσείο, καλή επισκευή θα κάναν; Δε λέω άλλο τίποτα...
Ο Ταξιάρχης, ο Αϊστράτγους του Αϊβαλιού μένει εκεί. Στην πολιτεία του. Στα γύρω στενά σοκάκια και στα αψηλά σπίτια που τον περιτριγυρίζουν ακόμα ακούς τα βράδυ τους ήχους από τα σιδερένια του παπούτσια. Και τη σπάθα τους που σέρνει στα καλντερίμια σαν γυρνά αποκαμωμένος….
Πριν από το Διωγμό του 1922 η ενορία του Ταξιάρχη
περιλάμβανε περίπου 400 σπίτια, που αντιστοιχούσαν σε πληθυσμό 1.800 έως
2.000 ανθρώπων. Από την ενορία των Ταξιαρχών εκλέγονταν τρεις
αντιπρόσωποι για τη Δημογεροντία.
Σαν σήμερα στα σπίτια της γειτονιάς
κερνάγαν μουσταλευριά από φρέσκο μούστο. Και τα βράδια τα σπίτια με
τους πολλούς Στρατήδες σαν και σε όλη την Αιολίδα γιόρταζαν κι ακουγόταν
ίσαμε κάτω στα καφενεία η ευχή. «Κι τα’ χρό’ Στρατήγ’ Να σ’ έχ(ει) καλά
ι Αϊστράτγους».
Χρόνια πολλά Αιβαλιώτη Ταξιάρχη…. Θα έρθουμε μια μέρα… Που θα πάει. Κράτα εσύ εκεί κι εμεις σαν θα περάσει το κακό θα έρθουμε.