Τα κάλαντρα τω Λόφωτω


    Παιδικές κομπανίες με σημαντράκια, βενέτικα, φωτισμένα αυτοσχέδια καραβάκια από τενε­κέ ή χαρτί έπαιρναν αποσπερού τω Φωτώ (την παραμονή) με τη σειρά τα γνωστά σπίτια στη γειτονιά τους και τραγουδούσαν το Λιουρδάνη ή Γιουρδάνη. Οι νοικοκυραίοι τα φίλευαν με καρπούς, γλυκά και παράδες και αντάλ­λασσαν ευχές.

   Τα κάλαντρα τω Φωτώ έχουν πιο συγκεκριμένο θρησκευτικό χαρακτήρα, σε σχέση με τα χριστουγεννιάτικα και τ’ αηβασιλιάτικα. Σχεδόν όλες οι ερυθραιώτικες παραλλαγές τους αναφέρονται στους αγιασμούς των νερών και στο διάλογο Παναγίας και Προδρόμου, με θέμα τη βάφτιση του Ιησού. Το ποιητικό κείμενο είναι παρόμοιο στα περισσότερα μέρη, όπως στα παρακάτω βουρλιώτικα κάλαντρα:

Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί

και χαρά μεγάλη κι οι αγιασμοί.

Κάτου στο Λιουρδάνη τον ποταμό

κάθετ’ η Κερά μας η Παναγιά,

λίβανο βαστάει, κερί κρατεί

και τον Άη-Γιάννη παρακαλεί.

- Άη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε,

δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;

- Δύναμαι βαφτίσω κι αποθυμώ.

Για καρτέρεψέ με ως το πρωί,

να κατέβω κάτου στον ποταμό,

να ματζέψω ρόδα και αγιασμό,

να ανεβώ απάνου στον Κύριο,

να ματζέψω δρόσο και λίβανο,

ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά,

ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κερά.

    Στο Μελί, πιθανόν και σε άλλα χωριαδάκια της Δυτ. Ερυθραίας, τα παιδιά τραγουδούσαν ασυνήθιστα κάλαντρα, πολλοί στίχοι των οποίων αποτελούν συμφυρμούς κι αποσπάσματα από άλλα τραγούδια του ελληνικού λαού. Στο τέλος βέβαια, ως συνήθως, δίνουν ευχές κι απαιτούν το μπαξίσι τους:

Σήµερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάτζουν οι παπάδες

και µέσ’ στα σπίτια ψάλλουνε και λέν’ τον Ιορδάνη.

Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:

- Χαρίσετέ µου τα κλειδγκιά τα µαργκαριταρένια,

ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,

να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε µια µηλιά απέ κάτω,

να πέσουν τ’ άνθη απάνω µου, τα µήλα στην ποδγκιά µου

και τα χρουσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα µαλλιά µου.

Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια,

ήτανε τρεις μελαχρινές, µε τα σγκουρά µαλλάκια.

Η µια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι,

η τρίτη η µικρότερη κεντά τον Άη-Γιάννη.

- Κέντα το, κόρη, κέντα το του Γιάννη το µαντίλι

και γέµισέ το τζάχαρη κι άµε το στο πλαστήρι

κι αφ’ το πλαστήρι στο σκολειό κι αφ’ το σκολειό στο σπίτι.

Και του χρόνου καλά Φώτα

κι ο παπάς µε τη νεµπότα

και δώστε µας τον κόπο µας,

να πάµε σ’ άλλη πόρτα!

    Παρόμοια στο ποιητικό κείμενο είναι και τα κάλαντρα της Αγιά-Παρασκευής (Κιόστε). Έχουν ίδια αρχή με τα αηβασιλιάτικα κάλαντρα της περιοχής του Τσεσμέ, έπειτα όμως αναφέρονται στη σωτηρία του ανθρώπου με τη μεσολάβηση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το γεγονός της Βαπτίσεως είναι εντελώς απόν. Ακολούθως, παινεύουν το γιο της οικογένειας:

Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκή του Γεναρίου

κι αρκή που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,

ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.

Κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε

και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς αγγέλοι κι αρχαγγέλοι

κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος του βοηθά και λέγει:

- Χαρίσετέ μου το κλειδί το μαργαριταρένιο,

ν’ ανοίξω την παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,

να πέσω να ‘ποκοιμηθώ σε μια μηλιά ‘ποκάτω…

Έχεις και γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,

λούζεται και χτενίζεται και στο σκολειό του πάει…

    Την ημέρα του αγιασμού των υδάτων έκλεινε ουσιαστικά ο κύκλος των εορτών του Δωδεκάμερου στην ιωνική Ερυθραία, όπως άλλωστε σε όλο τον Ελληνισμό. Η επομένη, που ήταν η γιορτή του Προδρόμου, δεν είχε ιδιαίτερους εορτασμούς, μια κι οι περισσό­τεροι Ερυθραιώτες Γιάννηδες γιόρταζαν στις καλοκαιριανοί Α-Γιάννηδες (24 Ιουνίου και 29 Αυγούστου) ή τ’ Άη-Γιάννη του Θεο­λόγου (8 Μαΐου και 26 Σεπτεμβρίου) – τον οποίο τιμούσαν κατεξοχήν αμέτρητες πόλεις και χωριά που υπάγονταν στις ιερές μητροπόλεις Εφέσου και Σμύρνης – ή, πολύ λιγότερο, τ’ Άη-Γιάννη του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου).

    Μετά τ’ Α-Γιαννιού, ξέσκολα πια (μετά τις γιορτές), γύριζαν στην πεζή καθημερινότητα, με τσι έγνοιες και τα κασαβέτια τσης (βάσανα).