Αντέτια και δοξασίες



    Σε κάθε ερυθραιώτικο σπίτι, κυρίως η μάνα και η γιαγιά (η καλομάνα, η νενέ, η μανή) ήταν οι φορείς μιας τεράστιας παράδοσης χιλιετιών. Αυτές επιβλέπουν την τήρηση των αντετιώνε (εθίμων), οι ίδιες πρωτοστατούν στη λειτουργία τους και συντηρούν κάθε τοπική παράδοση, «επειδής έτσιδα το ηύρανε απ’ τσι παλιοί κι έτσιδα θε’ ναν τ’ αφήκουνε». Έτσι λοιπόν, μέσα από τις γυναίκες του οίκου, επιτυγχάνονται η σπιτική συνοχή, η δύναμη, η υγεία κι η χαρά που συντηρούσαν αιωνίως την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.

    Σε όλες της περιοχές της ιωνικής Ερυθραίας, ευρύτατη ήταν η πίστη ότι το μεσονύχτι τω Μισοφώτω, ξημερώνοντας τα Λόφωτα, είναι τα ουράνια ανοιχτά κι ό,τι να περικαλέσεις για (ή) να ευκηθείς, θε’ να γενεί. Γι’ αυτό αμέτρητοι άνθρωποι (οι Μικρασιάτες ήταν βαθύτατα θρησκευάμενοι και ευσεβείς) μαζεύονταν γύρω από το τζάκι – τη στια, παραστιά ή γωνοτζακιά των Ερυθραιωτών – και περίμεναν εκείνη την ώρα, για να προσευχηθούν και να πετύχουν ό,τι καλό επιθυμούσαν, μέσα από την παράκληση προς το Θεό.

    Με βενέτικα (χαρτοφάναρα) οι γυναίκες μεταφέρανε το φως από τσι λαμπάδες της εξέδρας του αγιασμού, όπου λουτουργούσε το παπαδολόι, κι ανάβανε τα καντήλια των σπιτιών, που τα κρατούσαν ακοίμητα (άσβηστα) για σαράντα μέρες ή και για ένα χρόνο ακόμη!

    Την ημέρα των Φώτων δεν ανοίγουν μόνο οι ουρανοί κι εισακούονται οι προσευχές, αλλά επίσης γλυκαίνουν τα νερά κι η θάλασσα ευγιάζει (καλοσυνεύει). Στα Βουρλά, ψαράδες και ναυτικοί στου Γιαλού τα χωριά, στα Γκλεζονήσια και στη Σκάλα δεν ημπαίνανε στη θάλασσα πριν απ’ τα Λόφωτα.

    Οι πόρτες ανήμερα τα Λόφωτα ήταν ανοιχτές ολημερνίς για τα βίζιτα, όπως και τ’ Άη-Βασιλειού. Τα σπίτια με εορταζούμενους (τα ονόματα Φώτης, Φωτώ, Φωτεινιώ, Φωτούλα και Ουρανιώ, Ουρανίτσα συνηθίζονταν πάρα πολύ στα Βουρλά, στο Σιβρισάρι και στην ευρύτερη περιοχή τους) είχαν τη μεγαλύτερη κίνηση, όπως είναι φυσικό, και τα μουσαφιριά ηπλακώνανε σουρουσούιλα (οικογενειακώς).

    Μετά το φαγητό, που συνήθως ήταν χοιρινό με τα χόρτα (αντίδια, σέλινα, πράσα κλπ.), κριάσι κατσικερνό με πιλάβι, όρνιθα ή πετεινός παραγιομιστός κ.ά., σε πολλά μέρη έκοβαν πίτα, παρόμοια μ’ εκείνη τ’ Άη-Βασιλειού. Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν την πίτα στο μαντρί και τάιζαν με λίγη απ’ αυτήν τα ζώα τους, για το καλό. Οι Βουρλιώτες ή έφτιαχναν μια νέα πίτα με τη ζύμη για τ’ αϊτάκια, δίχως παρά (νόμισμα), ή φύλαγαν τη μισή αηβασιλιάτικη και την έκοβαν πάλι σε μερτικά. Αυτή η κοπή γινόταν με κάποιο ιεροτελεστικό τρόπο, μα δεν είχε τον πανηγυρικό χαρακτήρα τ’ Άη-Βασιλειού.

    Στα Αλάτσατα κι αλλού, από τον καιρό που έκανε τη μέρα τω Φωτώ προμάντευαν τον καιρό για τη Λαμπρή, γιατί

Σαν είν’ τα Φώτα φωτερά,

θα ‘ν’ η Λαμπρή με τα νερά,

χαρά σε κείνη τη χρονιά!

    Όπως προαναφέρθηκε ήδη στα δυο προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας, χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα τω Λόφωτω, όπως τα Χρουστούεννα και τ’ Άη-Βασιλειού, χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είναι οι πρέπουσες ευχές σε μια τόσο λαμπρή, χαρμόσυνη και φωτερή μέρα, σαν τα Λόφωτα!