Η «Μάνα Κουράγιο» στην Ουρανούπολη

Εκατοχρονίτισσα και ξεριζωμένη, μιλάει με την ανόθευτη γλώσσα της γης μας για την προσφυγιά και τις άλλες της πίκρες.
του Ματθαίου Μουντέ1

Η ακόλουθη μαρτυρία δημοσιεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε κάποιο τεύχος του γνωστού αθηναϊκού περιοδικού «Γυναίκα». Καταγράφηκε στην Ουρανούπολη (Πύργο) της Χαλκιδικής από τον σπουδαίο θεολόγο και ποιητή Ματθαίο Μουντέ, ο οποίος πήγαινε πολύ συχνά εκεί για να περάσει στον Άθω, και δημοσιεύτηκε αρκετά χρόνια προτού να εκδοθούν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών οι δυο πρώτοι τόμοι της «Εξόδου» με τις δεκάδες συγκλονιστικές μαρτυρίες των Μικρασιατών για τη ζωή και τα πάθη τους «στην Πατρίδα». Σκαλίζοντας στα παιδικά μου αρχεία, βρήκα το τρισέλιδο απόκομμα, του οποίου το περιεχόμενο δεν είχα ποτέ ξεχάσει ολότελα, γιατί είχε σημαδέψει τα εφηβικά μου χρόνια. Θεώρησα «ψυχωφελές» να μοιραστώ τούτη τη μαρτυρία με όλους σας, φίλους, γνωστούς, αγνώστους, γι’ αυτό και την κοινοποιώ στο Δίκτυο Μικρασιάτης, για να τη διαβάσουν όσο γίνεται πιο πολλο
Για την καλύτερη κατανόηση της μαρτυρίας, στο τέλος παραθέτω μερικές διαφωτιστικές γεωγραφικές και ιστορικές πληροφορίες. Κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει…
Η γιαγιά Μαριγώ απέ την Αλώνη του Πασαλιμανιού τα λέει ούλα!2

Θοδωρής Κοντάρας
4 Ιουλίου 2018



– Έχω μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά πόρτες! Άμα σε κυνηγά η αστυνομία, σε μένα νά ‘ρτεις. Θα σε βάλω από ‘δώ, θα σε βγάλω από ‘κεί, θα τους ζαλίσω και θα σε χάσουνε. Τ’ άκουσες;
Αυτά μου είπε η γιαγιά Μαριγώ η Παλιούραινα, με τ’ όνομα, στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Ξέχασε να μετράει τα χρόνια της, μπερδεύτηκε ο λογαριασμός.
– Θα ‘σαι ενενήντα πέντε χρονώ, θεια; τη ρώτησε μια, αδιάκριτα.
– Εκατό πέντε για! Εκατό πέντε! Τ’ άκουσες; Σάμπως από τα ράφια σου γιά3 απ’ τα χρόνια σου ζω; απάντησε κοφτά η γιαγιά.
– Καλά κρατιέσαι, γιαγιά μου!
– Καλά κρατιέμαι. Ο Θεός, παιδάκι μου! Και με τόσα τσουβάλια πέτρες που κουβαλώ στην πλάτη μου… Αλήθεια, τι σηκώνει αυτή η ράχη, τι σηκώνει αυτή η καρδιά!

Αν αρχινήσω και τα πω τα πάθη μου τραγούδια,
η μαύρη γης θα ξεραθεί, δε βγάνει πια λουλούδια.

Σαράντα βρύσες με νερό κι εξήντα δυο πηγάδια
δε μου τη σβήνουν τη φωτιά πόχω στα φυλλοκάρδια.

‘Οποιος μ’ ακούει και τραγουδώ, θαρρεί δεν έχω πίκρα,
μα ‘γώ ‘χω στην καρδούλα μου τρία μαχαίρια δίπλα.

Μετράει τις πόρτες της, μετράει τις πίκρες της εκεί, στα χώματα της Χαλκιδικής, στο κατώφλι του Άθω, και θυμάται. Ο λόγος της χυμός της γης, δάκρυ των βράχων, μακρυγιαννικός θηλυκά, ανιστορεί με τολμηρές κουβέντες το συναξάρι της φαμίλιας της, που ‘ναι και συναξάρι του Γένους. Το μικρό προσφυγικό σπιτάκι του Εποικισμού, που η γιαγιά Μαριγώ, από το 1928 κι εδώ, το μεγάλωσε με τα ίδια της τα χέρια, σπιθαμή τη σπιθαμή και κάμαρη στην κάμαρη, ασφυχτιά από τις μνήμες. Πλάι, ο μπαξές της με τα δέντρα και τα μυριστικά, να τον ζηλεύουνε δέκα μπαξεβάνηδες! Μπροστά ο αμαξιτός δρόμος του χωριού, σκουπισμένος από τη γιαγιά καθημερινά, σαν να πρόκειται να περάσει ο Επιτάφιος.

Πρόσφυγα από τα νησάκια του Μαρμαρά, ξεριζωμένη από κείνα τ’ αγιασμένα χώματα δυο φορές (1914 ο πρώτος ξεσηκωμός4, 1922 ο δεύτερος κι οριστικός), ήρθε στον Πύργο (το παλιό όνομα της Ουρανούπολης), κουβαλώντας τα πένθη της και την καρτερία της και την αφάνταστη δύναμή της για ζωή.

Βρύση μου μαλαματένια, στέρνα μου πελεκητή,
δίνε με νερό να πίνω, τ’ είν’ η δίψα μου πολλή.

Όταν αναστενάζω ‘γώ κι η θάλασσα στερεύει
και τα βουνά ραγίζονται κι ο ήλιος βασιλεύει.

Έναν καιρό ‘μουνα πουλί
και με ζουλεύανε πολλοί,
τώρα γένηκα αηδόνι
και κανείς δε με ζυγώνει.

Ρίζα της ελιάς η γιαγιά Μαριγώ. Μορφή της οδύνης, αλλά και της υπομονής. Έχασε πέντε παιδιά και δυο άντρες. Ζει μονάχη, μιλάει συχνά με ρίμες. Γράμματα δεν ξέρει, μα είναι σοφή. Η σοφία της γης.
– Αν ήξερα γράμματα! Αχ, μωρέ, και να ‘ξερα γράμματα! Ήθελα να γράψω σε βιβλίο τα βάσανά μου και θα ‘βγαζα του κόσμου τους παράδες! Αυτό το κεφάλι που βλέπεις μόνο ένα πράσινο φύλλο δεν φύτρωσε ακόμα. Θα το βγάλει και αυτό…!

Της δίνω το λόγο:
– Τούτα τα χέρια που βλέπεις, θάψανε σε μία μέρα μέσα δύο παιδιά! Μονάχη μου, με ένα σκεπάρνι άνοιξα το λάκκο… Μια Τούρκα με βοήθησε. Το πρωί το κοριτσάκι μου, εφτάμισι χρονώ, το βράδυ το αγοράκι μου, πέντε χρονώ.

Αυτά στον Πρώτο Σηκωμό, το 1914, στη γενοκτονία. Τους σηκώσανε από τα νησάκια της Προποντίδας και τους πήγανε καραβάνια καραβάνια στα βάθη της Ανατολής5. Από τα εννιά μέλη της οικογένειας της γιαγιάς, γύρισε πίσω μονάχα εκείνη! Όλοι οι άλλοι πεθάνανε. Ο άντρας της είχε φύγει κρυφά στην Αμερική. Πριν από το Σηκωμό.
– Ο μακαρίτης ο άντρας μου -ο πρώτος- μάλαμα! Αλλά είχε τρεις αδερφάδες, ου! Αφού πήγανε και τον προδώσανε και τόνε πήανε στις κελεψέδες6… Ύστερα κατάφερε να φύγει…

Τη ρωτώ συχνά για τον Πρώτο Διωγμό. Πώς ήρθε η είδηση ότι «θα τους σηκώνανε». Το 1914 είχε κάτσει πυρωμένο σίδερο στη μνήμη της:
– Απέ πού να αρχίσω; Δεν το ‘χαμε αυτό το πράμα καθόλου στην ιδέα μας. Κανένας άνθρωπος! Έρχεται ένας και λέει «θα σηκωθούμε! Σηκώθηκε κιόλας το Πασαλιμάνι!» Το Πασαλιμάνι είναι απέναντι σε μας7. Λέει η αδερφή μου -Θεός σ’χωρέσ’ τηνε!-, «να πάμε -λέει- να ανάψουμε ένα καντήλι στην Παναγιά.» Σηκωνούμαστε, πάμε στην εκκλησιά, ανάφτουμε το καντήλι. Δεν προπαίρνομε να γυρίσομε –αχ, τώρα που σας τα λέω, δεν μπορώ…
    Έρχεται ένα παπόρι, παιδιά μου -θερίο πράμα, θερίο!- κι αράζει. Ε, ο κόσμος ξεκόβει. Δεν μας αφήνανε να πάρουμε ρούχα να σκεπαστούμε8. Τίποτα! Ναι, αλλά είμαστε νοικοκυραίοι. Είχαμε νοικοκυριό, είχαμε πράματα, είχαμε… είχαμε…Τέλος πάντων, μας παίρνουνε και μας βγάλανε στο Παζάρ9, σ’ ένα τουρκοχώρι. Μας βγάλανε εκεί και τα κάρα φορτώνανε οικογένειες και τις κουβαλάγανε μέσα στην Ανατολή. Μας επήανε στο Μπαλίκεσερ10. Από το Μπαλίκεσερ αμέτρητα κάρα -κι όχι τέτοια κάρα-, μέσα στον ήλιο, μέσα στην ταλαιπωρία… Άλλος θα πάει εκεί, άλλος θα πάει εκεί… Εμάς μας πήανε στο Εβρεντί11, ένα μέρος ούτε ανθρώποι ηύραμε ούτε τίποτα! Πήαμε εκεί. Κάτσαμε. Άρχισε ο κόσμος να πεθαίνουνε! Κι απ’ την πείνα και απ’ τη στενοχώρια κι απ’ το φόβο τους. Ερμία! Οι άνθρωποι που ήτανε εκεί, φύγανε. Πού πήγανε; Δεν ξέρω… Κάτσαμε. Ο κόσμος πέθαινε. Κάτσαμε ένα χρόνο, ανάμιση χρόνο. Ο κόσμος πέθαινε. Τώρα από τη στενοχώρια τους, από την νηστικάδα τους…

    Αλλά εμένα ο πατέρας μου λέει στη μάνα μου, σα σηκώσανε το Πασαλιμάνι:
– Ζύμω’ και κάμε ένα τσουβάλι παξιμάδια, γιατί έχομε παιδιά.
Είχα τα τρία παιδιά για. Και ζυμώνει η μάνα μου και κάμνει ένα τσουβάλι παξιμάδια και παίρνει και ένα ντρουβά με τυρί. Μήτε κείνα δεν μας αφήνανε να πάρουμε8. Παλιότουρκοι!
    Μας πάνε, παιδιά μου, σ’ ένα μέρος, σ’ ένα χωράφ’ δυο τρεις φορές μεγαλύτερο από τον Πύργο. Τι να σας πω! Τη μέρα καιγούμαστε! Τη νύχτα γενούμαστε παπιά απ’ τ’ αγιάζι!12 Τώρα ο άνθρωπος από το πρωί βρεμένος, να σε χτυπήσει ο ήλιος… Πήγαμε μέσα στα ρουμάνια να κόψουμε τσαλιά13, δέντρα, να κάμομε καμιά καλύβα, να κάτσουμε. Δε μας αφήνανε οι Τούρκοι. Πέθαινε ο κόσμος… Αφού με σκεπάρνια κάναμε λάκκοι και τσι χώναμε… Ήρθε μια διαταή και μας σηκώνουνε και μας πάνε στο Μπαλίκεσερ, σε μια πολιτεία. Εκεί ήταν ο έρμος ο γραμματέας:
Αυτουνούς θα τους πάτε εκεί, αυτουνούς θα τους πάτε εκεί… σε τουρκοχώρια.
    Αφού πεθαίναν τα παιδιά μου και δεν είχε μήτε παπά μήτε νεκροθάφτη μήτε τίποτα! Μήτε γιατρό, τίποτα! Τέλος πάντων. Τη μέρα δυο, τρεις, τέσσερις πέθαιναν. Και ο κόσμος; Να φύουνε δεν μπορούσανε. Δεν μας αφήνανε να φύγουμε. Δηλαδή θέλανε να μας ξεκάν’ νε14.

    Εγώ… Πεθαίνει το πρωί το κορίτσι μου, εφτάμισι χρονώ. Πάω, το θάφτω… Με μια Τουρκάλα… Το βράδυ πεθαίνει το αγοράκι μου, πεντέμισι χρονώ. Ποια μάνα το ‘καμε αυτό το πράμα και βάσταξε; Και πάω και τα θάφτω μόνη μου! Ανοίγω τσι λάκκοι μ’ ένα σκεπάρνι, καρφώνω ένα σταυρό. Η Τουρκάλα που με βοήθησε, ήταν γειτόνισσα, γριούλα, η καημένη.
    Φύγανε οι νέοι. Άλλοι απ’ εδώ, άλλοι απ’ εκεί. Πού πήγανε; Πού στ’ ανάθεμα τσι πήγανε; Και ήρθε αυτή κοντά κι έκλαιγε. Και έλεγε, δηλαδή, που είναι μάνα, πώς βαστώ; Δεν ηξέρω τούρκικα να σας τα μιλήσω… Και στο σπίτι μου ήρθε ακόμα15.

    Πήα στο σπίτι, η μητέρα μου και ο πατέρας μου κάνανε πως γελούσανε, αχ! Σε δυο τρεις μέρες βλέπω και το μεγάλο μου το παιδί, δώδεκα χρονώ, κι αρρωσταίνει. Σηκώνουμαι και πάω απάνω στην αστυνομία. Ο πρόεδρος ήταν χωριανός μας και ξάδερφός μου. Λέω:
Γιώργο, θα πάρω ένα μαχαίρι νά βγω, γιά αυτουνούς θα σκοτώσω γιά εγώ θα σκοτωθώ! Εγώ, λέω, να θάψω τρία παιδιά, λέω, μέσα στο έρμο το Εβρεντί, χωρίς γιατρό, χωρίς παπά, λέω, τι πράματα είν’ αυτά;
– Να πας, με λέει, στο μεγάλο…
Πού να πάω; Ήταν ένας χωροφύλακας και αυτός ο χωροφύλακας έκαμε στα δικά μας τα χωριά και μας ήξερε εμάς. Ναι. Και όταν πήα ‘γώ πάνω, του λέω:
– Ευθύμιε!
Μόλις πάω απάνω, πιάνει αυτός και με χτυπάει στις πλάτες. Με λέει:
– Κυρα-Μαρία, υπομονή!
– Μωρ’ Ευθύμιε, υπομονή; Χάνω τα παιδιά μου, λέω, εδώ πέρα, λέω, τι υπομονή να κάνω; ‘Πέ μου!
Με πήε στους άλλους. Με καλοδεχτήκανε.
– Να με δώσετε μιαν άδεια να φύω, να πάω στο Μπαλίκεσερ, να σώσω το παιδί μου, λέω.
(Δεν είπα που ο άντρας μου ήταν στην Αμερική.)
– Εμένα, λέω, ο άντρας μου πολεμάει και τα παιδιά μου πεθαίνουνε άδικα των αδίκω, λέω, εδώ πέρα μέσα;
Λέει:
– Δεν θα μπορέσουμε, μαντάμ.
Ήτανε Κρητικοί και ξέρανε ρωμαίικα. Λέει:
– Δεν μπορώ να σε δώσουμε άδεια. Γιατί θα δώσω εσένα και θέ’ νά ‘ρτει κι άλλος κι άλλος. Αλλά, λέει, πήγαινε εσύ και εμείς, με λέει, όπου σε φέρουνε αντίσταση, θα μιλήσουμε απ’ εδώ.
    Ήτανε και μια έρημη μ’ ένα κορίτσι. Ο άντρας της ήτανε εδώ, στα ελληνικά16.
– Μπρε Μαριγώ, πολύ θα σε περικαλέσω, με λέει, πες πως είμαι αδερφή σου!
Την πέρασα και αυτήνε στο χαρτί μου.
– Έχω και μιαν αδερφή, λέω.

    Βγήκαμε στο δρόμο. Αχ μωρέ, πώς ζω και τα λέω κιόλας; Βγήκαμε με το κάρο στο δρόμο. Τον αραμπατζή τόνε συμφώνησα 14 μετζίτια17. Τον έδωκα τα 7. Πηγαίναμε δέκα, είκοσι βήματα στο δρόμο και με λέει «Τσικάρ παρασί»18, να τόνε δώκω τα λεφτά. Λέω:
– Θα με πας εκεί που είναι και θα σε δώκω και παραπάνω. Μόνε να με πας εκεί που θέλω.
    Βρε παιδιά, να κι έρχονται δυο καβαλαραίοι από μακριά και να ξέρουνε τα ρωμαίικα φαρσί! Βλέπουνε τώρα αυτοί. Η μάνα μου και το παιδί μου κάθονται πάνω στα ρούχα και το ‘χει στην αγκαλιά της. Κι ο πατέρας μου κι αυτή η κοπέλα και το παιδί της κι εγώ. Και να ξεφωνίζω εγώ και να λέω:
«- Πού τ’ άφηκα τα παιδιά μου και φεύγω…!»
Και αυτοί να τ’ ακούνε. Έρχονται κοντά μου.
– Τι είναι, λέει, μαντάμ;
Λέει ο πατέρας μου:
– Αυτό κι αυτό. Εμείς πάμε στο γιατρό, λέει. Μήπως, λέει, θα τ’ αρνηστούμε;
Τέλος πάντων, τόνε τινάζουν ένα ξύλο με τις καμουτσίκες! Μπαμ, μπαμ…
– Βρε, λέει, δε φοβάσαι το Θεό; Τούρκικα. Εμείς βρε, λέει, από μακριά την λυπηθήκαμε αυτή τη γυναίκα!
Τέλος πάντων, ξύλο, ξύλο… Ιστορία…

    Στο Μπαλίκεσερ ήταν μια ξαδέρφη μου. Κάτσαμε εκεί κάνα μήνα. Ο γιατρός έρχουνταν κάθε μέρα. Το παιδί μου δεν πέθανε εκεί. Πέθανε στο Αρτάκι19. Πέθανε μπροστά ο πατέρας μου, σε δεκαπέντε μέρες του πατέρα μου πεθαίνει η μάνα μου, στσ’ οχτώ τσι μέρες της μάνας μου πεθαίνει το παιδί… Εννιά μέρες είχα να φάω ψωμί… Μόνο με νερό…

Γυρίζει με το τέλος του Διωγμού πίσω στο χωριό της. Ξαναφτιάχνει στο σπιτικό της. Εν τω μεταξύ, ύστερα από εννιά χρόνια χωρισμού, ξαναβρίσκει τον άντρα της. Τα θυμάται όλα ξανά. Η μνήμη γυρίζει με οδυνηρή επιθυμία, συχνά, σε κείνες τις μέρες.

– Τι είδετε, μωρή, ε; Τι είδετε; Να θάψω δυο παιδιά μου σε μια μέρα και να ‘χω κι εννιά χρόνια τον άντρα μου χαμένο… Θα το πιστέψετε πως με το φουστάνι που μ’ άφησε, ήρτε και με ηύρε;

Ανασκουμπώθηκαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. 1918-1922, ανάπαυλα ελπίδας. Και ύστερα ο μεγάλος ξεριζωμός. Τη ρωτώ πώς ήρθε η είδηση. Μου λέει:
– Ήρτε το παπόρι. Χτυπούν οι καμπάνες…
«- Τι είναι;»
«- Θα σηκωθούμε πάλι», λέει.
Κανείς δεν είχε χαμπάρι! Τίποτα! Δεν είχαμε χαμπάρι πως μας σηκώνουνε20. Λέω μια θεια μου:
«- Δεν ξέρω, λέω, στον ύπνο μου το είδα, από φόβο μου θα ‘ναι. Είδα πως θα μας σηκώσουν πάλι.»
– Άντε, βρε Μαριγώ, με λέει, έχει η καρδιά σου φόβο και κάνεις έτσι!
«- Ο Θεός να με βγάλει ψεύτρα!» λέω.
    Σαν ήρτε το χαμπέρι και χτυπήσανε οι καμπάνες κι ήρτε το παπόρι… Τέτοιο παπόρι ακόμα δεν είδαμε! Εφτά αμπάρια είχε μέσα! Με συγχωρείτε, γαϊδούρια, αγελάδες, βόδια, όλη η Ανατολή! Η Ανατολή ήτανε σηκωμένη κι ήρθε στο χωριό μας! Ήρταν ούλοι μες στο παπόρι. Τρεις χιλιάδες κόσμος, ο ένας πάνω στον άλλονε!21 Βγήκαμε στο Δεδέαγατς, βγήκαμε στη Σκιάθο, στο Βόλο. Ηύραμε πολλές φουρτούνες. Ήρταμε στο Αίγιο. Αχ, τι όμορφα περιβόλια! Πέρασα εκεί έξι χρόνια, καλή ζωή και πικραμένη…

Ύστερα ήρθαν με τον άντρα της στην Ουρανούπολη. Είχε χάσει, εν τω μεταξύ, άλλα δυο παιδιά υιοθετημένα. Αγώνες καινούργιοι στην Ουρανούπολη. Πεθαίνει ο πρώτος της άντρας εδώ. Η Μαριγώ είναι ακόμα νέα. Και -αλήθεια- πεντάμορφη! Οι παλιές φωτογραφίες τήνε δείχνουν γλυκιά και δυναμική, με δυο μάτια ζωγραφισμένα με κάρβουνο.

– Τέτοια, δηλαδή, κοπέλα ήμουνα! Και σήμερα παντρεύτηκες; Καλά κάνουνε και χωρίζουνε. Γιατί σήμερα παντρεύτηκα για να ζήσω. Να παντρευτώ, να περάσω μαύρη ζωή, ε;
    Και σηκώθηκε η αδερφή μου και με ξαναπάντρεψε. Δεν ήθελα ‘γώ να παντρευτώ. Φέραν το γαμπρό. Ο Παλιούρας με τ’ όνομα. Οικογένεια της Ιερισσός. Κορίτσια τόνε γυρέψανε και λέει ο κουνιάδος μου:
– Άμα, τυχό, και τόνε παίρνει αυτή, αυτήνα να πάρει!
Αλλά πέρασε ζωή στα χέρια μου. Αφού έλεγε, έπρεπε -αφού πήρε με τα μένα22 τρεις γυναίκες-, έλεγε:
– Έπρεπε να ‘σαι συ το πρώτο στέφανό μου κι αθάνατο!
Κι ύστερα κατάπεσε. Κι εγώ τον Γιώργη -Θεός σ’χωρέσ’ τονα! Θεός σ’χωρέσ’ τονα!- κάθε μέρα ήθελα τόνε βγάλω απ’ το κρεβάτι του -ήτανε διακόσιες οκάδες άνθρωπος!- να τόνε λούσω, να τόνε σκουπίσω, να του κόψω τα νυχάκια του. Μ’ έλεγε:
– Ο Θεός κι εσύ!
Ήξερε γράμματα, βλέπεις. Πέθανε με τη Σύνοψη στα χέρια και με έλεγε:
– Όπως εσύ προστατεύεις εμένα και δεν έχεις κανένανε, θα σε προστατέψει κι ο Θεός! Γιατί σήμερα η γυναίκα είναι για τον άντρα και ο άντρας για τη γυναίκα.
    Γι’ αυτό σε λέω να παντρευτείς. Τώρα που είσαι νέος, είναι ούλες δικές σου. Ναι, μα να θυμηθείς το τέλος…

Η ζωή κυλά καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη. Η γιαγιά είναι ένα γραμμόφωνο της φυλής και της ποίησης. Πείρα, καλοσύνη, το χωρατό χωρατό. Το αγιορείσιο τσίπουρο τής τρυφερεύει τις μνήμες. Έχει για όλους ένα λόγο καλό. Καραμέλες για τα παιδάκια, ψίχουλα για τις δεκοχτούρες, που είναι πιστές φιλενάδες της, συμβουλές προς πάσαν κατεύθυνση.

– Άκου να σε πω, Παντελή -λέει στον βαφτισιμιό της-, να πηγαίνεις στην εκκλησία! Χίλιες φορές το είπαμε: στην εκκλησία! Τι μέρα είναι σήμερα, ε; Δεν είναι Κυριακή, να πεις «θα πάω την άλλη Κυριακή». Είναι Μεγάλη Παρασκευή, που πρέπει να κλαίει ο άνθρωπος. Και να μην είναι κόσμος, μωρή, στην εκκλησία;
(Και με οργή προς τις γειτόνισσες).
– Δεν ντρεπούμεστε, μωρή, ε; Δεν ντρεπούμεστε; Η πάστρα θα μας σώσει; Εγώ το είπα και του παπά, το είπα και στις ψαλτάδες:
«- Γιατί δεν χτυπάτε τις καμπάνες, για! Ε;»
    Αχ, εμείς στα χωριά μας είχαμε πολύ ωραία εθίματα. Ούλη τη Μεγάλη Βδομάδα δεν τρώγαμε ούτε θαλασσινά! Και τώρα;
«- Εμείς, μωρή -τους έλεγα-, σήμερα δεν έχουμε καθόλου μυαλό! Να ‘χαμε τόσο… τόσο…! Αυτόνα το Χριστό εμείς ήθελα πάμε να Τον αγκαλιάσουμε, να Τόνε βγάλουμε, λέω, όχι οι παπάδες! Μωρή, δε θυμούστενε που μας ρίξανε εκεί μέσα στο Εξιγκιόλ23 και τη μέρα γινούμαστε πώς ψήνεις το ψωμί; Έτσι! Τη νύχτα μουσκίδι! Μήτε ρούχο μήτε τίποτα!» Τίποτα δεν θυμούνται ο κόσμος…! Τώρα πέσανε σ’ ένα μεγαλείο…

Ύστερα γυρίζει στον ανυπόμονο βαφτισιμιό της, που της γυρεύει κάτι επίμονα. Δραπετεύει απότομα από την τραγωδία και γυρίζοντας, του λέει αυστηρά:
– Βιάζεσαι. Τι βιάζεσαι; Μην κάμνεις σαν τη χήρα στο κρεβάτι!
– Γιαγιά, θα μας πεις για τον άγγελο και την ψυχή;
– Καλά, δεν το ξέρεις; Κρίμας, και ξέρετε και γράμματα!

Και αρχίζει:
– Ο άνθρωπος, άμα πεθάνει, ο άγγελος Κυρίου θα τόνε γυρίζει σαράντα μέρες σε όλα τα μέρη κι ύστερα, λέει, θα περάσει εφτά κριτήρια για να πάει στη θέση του. Σαράντα μέρες η ψυχή δεν πάει στη θέση της. Γυρίζει και σε πάει όπου πήγες. Όπου πάτησες θα σε πάει. Εμένα θα με σεργιανίσει σ’ Ανατολή και Δύση. Στο Μιχαλίτσι, στο Εβρεντί, στο Πάνορμο24, στο Αρτάκι, στο Αίγιο και στου διαβόλου τη μάνα! Θέλω, μωρέ παιδιά, να με πάει και να με κάμει εκείνα που έκαμα. Κείνα που προσφέρανε η ψυχή μου και τα χέρια μου, θέλω να τα διω…

Της λέμε με μια φωνή πως ακόμα είναι νωρίς γι’ αυτό το ταξίδι. Ακόμα είναι κοπέλα. Είναι μία κοπέλα βλαστάρι σε γέρικη ρίζα της ελιάς. Ο Παντελής τής λέει πως θα ζήσει ακόμη ογδόντα χρόνια. Ο Παντελής έχει όμορφα μακριά μαλλιά. Ενθουσιασμένη η γιαγιά Μαριγώ τού τραγουδεί:

Κάμε τα μαλλιά σου πίσω
να σε διω, να σ’ αγαπήσω.

Κάμε τα μαλλιά σου πλώρα,
τουρκικιά τορπιλοφόρα.

Κάμε τα μαλλιά σου πρύμα
σαν το διάκο στ’ Άγιο Βήμα.


ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ο Ματθαίος Μουντές (1935-2000), Χιώτης θεολόγος, ποιητής και ραδιοφωνικός παραγωγός, άφησε εποχή με το διδακτικό, το συγγραφικό, αλλά και το ραδιοφωνικό του έργο. Δίδαξε σε νυχτερινά και σε καλά σχολεία της Αθήνας (Μωραΐτη Παναγιωτοπούλου), έγραψε σπουδαίες συλλογές ποιημάτων κι η φωνή του έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων μέσα από τις εξαιρετικές εκπομπές του Δεύτερου και του Τρίτου Προγράμματος, όπως π. χ. η εκπομπή του «Αιγαίο, ρίζα και διάρκεια».
«Αθυρόστομος ή τρυφερός, τρομερά αυτοσαρκαστικός, υπερκριτικός στο σύστημα, και απογοητευμένος από την εκκλησιαστική εκπροσώπηση. Δίδασκε χωρίς να διδάσκει. Κατηχούσε χωρίς να κηρύττει. Θεολογούσε χωρίς να ‘’ηθικίζει’’. Ο Μουντές ήταν η επιβίωση ενός μοναδικού performer που συνόψιζε μια Ελλάδα του καημού, που έβγαινε από πολέμους με πληγές, αλλά νικήτρια. Αντιπροσώπευε μια δύναμη πνεύματος που μαχόταν τη σάρκα του κόσμου και κυρίως την ψευτιά των επαγγελματιών της πίστης ή των ιδεολογιών. Ακριβώς για τούτο προκαλεί αμηχανία σε θρησκόληπτες συνειδήσεις…» (το απόσπασμα είναι από το διαδίκτυο).
  1. Το χωριό Αλώνη (σήμερα Χαρμανλί – Harmanlı, δηλαδή Αλώνι) ήταν ένα από τα πέντε ελληνικά χωριά του νησιού Αλώνη ή Πασαλιμάνι, το οποίο ανήκει στη συστάδα των νησιών της Προποντίδας ή του Μαρμαρά, μαζί με την Προκόννησο (Μαρμαρά), την Αφυσιά και την Κούταλη. Το νησί, έκτασης μόνο 21,5 τ. χλμ., ονομαζόταν από την αρχαιότητα Αλώνη ή Αλώννησος, αλλά και Αυλωνία, στα βυζαντινά χρόνια. Το όνομα Πασαλιμάνι δόθηκε στο ομώνυμο χωριό και σε ολόκληρο το νησί μετά το 1571, όταν κατέφυγε εκεί, μετά από σφοδρή τρικυμία, ο στόλος του Λαλά Μουσταφά πασά, καθώς επέστρεφε στην Κων/πολη, ύστερα από την κατάκτηση της Κύπρου. Στα χωριά του νησιού (Αλώνη, Πασαλιμάνι, Σκουπιά, Χουχλιά και Βώρυ) κατοικούσαν το 1912 περίπου 12.000 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι υπάλληλοι της οθωμανικής διοίκησης. Στην Αλώνη έδρευε μέχρι το 1900 και ο Μητροπολίτης Προικοννήσου. Η οικονομία του νησιού στηριζόταν στην αλιεία, στη ναυτιλία και στην αμπελουργία. Περίφημα στην Πόλη, στη Γαλλία και στις χώρες του Ευξείνου Πόντου ήταν τα πασαλιμανιώτικα κρασιά.
Το νησί ήταν γεμάτο από μοναστηράκια, μετόχια και ξωκλήσια, πράγμα που φανερώνει τον έντονο θρησκευτικό ζήλο των κατοίκων.
Το χωριό Αλώνη είχε 2.500 Έλληνες πριν από τους διωγμούς. Το 1918 επέστρεψε από την εξορία μόνο το 1/3 αυτών. Μετά την καταστροφή του ’22, οι Αλωνιάτες διασκορπίστηκαν ανά την Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Χαλκιδική και στην περιοχή Τεμένης Αιγίου.

  1. Γιά (τουρκ. ya): διαζευκτικό ή.
  2. Εδώ σφάλλει ο Μ. Μουντές. Ο Πρώτος Σηκωμός των νησιών του Μαρμαρά έγινε τον Μάιο (η Κούταλη) και τον Ιούνιο του 1915 (τα υπόλοιπα νησιά, πλην της Αφυσιάς). Ως γνωστόν, από τα τέλη του 1913 και κυρίως από την άνοιξη του 1914, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει τους διωγμούς στην Ανατολική Θράκη και στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου, από την Τροία ως το Καστελόριζο. Τότε άδειασαν κυριολεκτικά η Θράκη και τα παράλια από τον ελληνικό πληθυσμό τους, ο οποίος προσέφυγε στην Ελλάδα ή εξορίστηκε στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, απογυμνωμένος πλήρως από τα υπάρχοντά του.
  3. Τους κατοίκους των νησιών του Μαρμαρά, περίπου 30.000 άτομα, οι Νεότουρκοι τους διασκόρπισαν στο εσωτερικό του σαντζακιού του Μπαλίκεσιρ, στο οποίο υπάγονταν διοικητικά. Τους απομάκρυναν από τα παράλια και μεθοδευμένα τους οδήγησαν σε διάφορα ηπειρωτικά και ορεινά μέρη, ανάμεσα σε πάμπολλους Τούρκους και λιγοστούς Έλληνες, με σκοπό την εξόντωσή τους.
  4. Κελεψέδες (τουρκ. kelepçe): χειροπέδες. Τόνε πήανε στις κελεψέδες (έκφρ.): τον συνέλαβαν, τον φυλάκισαν.
  5. Το Πασαλιμάνι (τουρκ. Paşaliman) είναι παραλιακό χωριό, το κύριο λιμάνι του ομώνυμου νησιού, κι απέχει περίπου 2 ½ χλμ. από την Αλώνη, που είναι χτισμένη λίγο πιο μέσα από το γιαλό. Η επικοινωνία των δυο χωριών γινόταν φυσικά με τα πόδια και διαρκούσε λίγη ώρα, λόγω του επιπέδου εδάφους. Το Πασαλιμάνι πριν από το 1915 είχε 3.000 Έλληνες και καμιά εκατοστή Τούρκους κατοίκους.
  6. Αυτή η διατεταγμένη τακτική των Νεοτούρκων αποσκοπούσε στην πλήρη απογύμνωση των σουργούνηδων (εξορίστων) από τα υπάρχοντά τους, ώστε να οδηγηθούν ευκολότερα στην πλήρη ένδεια, στην εξαθλίωση και στο θάνατο. Κι έτσι, πράγματι, συνέβη.
  7. Το Παζάρ είναι το λαϊκό όνομα της κωμόπολης Εντιντζίκ (τουρκ. Edincik), που βρίσκεται 12 χλμ. δυτικά της Πανόρμου και στα νότια της Κυζίκου. Εκεί ήταν η αγορά -το παζάρι– για πολλά μικρά αγροτικά χωριά της περιφέρειας.
  8. Το Μπαλούκεσερ ή Μπαλίκεσιρ (τουρκ. Balıkesir), το βυζαντινό στρατηγικό Παλαιόκαστρον, ήταν σημαντική πόλη της Μυσίας, στο βιλαέτι της Προύσας, έδρα του σαντζακιού Καρασί, στο οποίο υπάγονταν τα νησιά του Μαρμαρά, η Αρτάκη και η Κυζικηνή Χερσόνησος, η Πάνορμος, το Αϊβαλί, το Αδραμύττι κ. ά. Απέχει 97 χλμ. από την Πάνορμο και 86 χλμ. από το Αδραμύττι. Πριν από το 1922 είχε περίπου 35.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.000 ήταν Έλληνες κι άλλοι τόσοι Αρμένηδες. Όλοι τους εξοντώθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά στην Καταστροφή.
Σήμερα το Μπ. είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Δυτικής Τουρκίας, με περισσότερους από 300.000 κατοίκους και σπουδαιότατο στρατιωτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο.
  1. Το Εβρεντί ή Ιβριντί (τουρκ. İvrindi) ήταν μικρή αγροτική κωμόπολη, 38 χλμ. νοτιοδυτικά του Μπαλίκεσιρ. Μεταξύ των κατοίκων του, 1.000 περίπου ήταν Έλληνες, κυρίως Ιμβριώτες. Όταν εξορίστηκε εκεί η Μαριγώ (ίσως τον Σεπτέμβριο του 1915), είχαν διώξει τους Έλληνες εκείνους ήδη από τον Απρίλιο του 1914. Γι’ αυτό και οι Αλωνιάτες δεν βρήκαν εδώ ούτε χριστιανική βοήθεια ούτε παπά ούτε τίποτε, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές (π. χ. στην Κερμαστή, με τους εξόριστους Παλατιανούς).
  2. Το κλίμα στις εσωτερικές πεδιάδες της Μυσίας είναι βαρύ ηπειρωτικό, ακριβώς όπως το περιγράφει η κυρα-Μαριγώ: τη μέρα αφόρητη ζέστη και τη νύχτα αφόρητη υγρασία. Σε τέτοιους τόπους, όπως το Εξίγκιολ, οι Νεότουρκοι άφησαν επίτηδες για πολλές εβδομάδες τους εξόριστους Μαρμαρονησιώτες (Αλωνιάτες, Πασαλιμανιώτες, Μαρμαρινούς, Παλατιανούς, Πραστείτες κ.ά.), με μόνο στόχο τη νοσηρότητα και την εξασθένησή τους. (δες και σχόλιο 23).
Το ακόλουθο απόσπασμα από το μακροσκελές ποίημα «Η φρικώδης εξορία των Προικοννησίων κατά τον Ιούνιον 1915», της Ζηνοβίας Σπ. Νεστορίδου, που «εποιήθη εν Κερμαστή, τη 29η Ιουλίου 1916», είναι πολύ χαρακτηριστικό για τα πάθη των εξορίστων από το κλίμα:
…Φρικτόν το ψύχος της νυκτός κι η ζέστη της ημέρας,
γονείς κλαίουν τα τέκνα τους και τέκνα τας μητέρας.
Δένδρων γυμνή η πεδιάς, δίχως σκιάν κι αέρα,
ως έρημος της Αφρικής εκαίετο η σφαίρα.
Εκεί ριγμένοι ανηλεώς επί πολλάς ημέρας
ματαίως ανεμέναμεν ημέρας καλυτέρας…
Τέλος, μετά παρέλευσιν ενός μηνός και πλέον,
εφθάσαμεν εις Κερμαστήν με σώμα πειναλέον…
Αχ, βάσαν’ απερίγραπτα, αχ, φαύλη προδοσία,
τάφος ευρύς κατήντησε η μαύρη Μικρασία!
Γιατί οστά μαρμαρινά, οστά πεφιλημένα
νέων, γερόντων και παιδιών σ’ αυτήν είναι ριγμένα…

  1. Ρουμάνια (τουρκ. orman): δάση. Τσαλιά (τουρκ. çalı): κλαδιά.
  2. Η γιαγιά Μαριγώ είχε σαφέστατη γνώση των στόχων του νεοτουρκικού κράτους. Οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να τους προστατέψουν από τα πυρά των αγγλικών υποβρυχίων, όπως ψευδώς τους είχαν πει, όταν τους σήκωναν από τα νησιά τους, αλλά στόχευαν στην ολοκληρωτική εξόντωσή τους με κάθε τρόπο.
  3. Εδώ κυριαρχούν –και συγκινούν βαθύτατα– ο αλτρουισμός, η αλληλεγγύη των μανάδων, η ανθρωπιά που δε χάνεται ποτέ. Η σκηνή θυμίζει εκείνο το παλιό τραγούδι του ’70 «Η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα…»
  4. Εννοεί στην Ελλάδα, όπου είχαν καταφύγει αρκετές χιλιάδες κατσάκηδοι (λιποτάχτες) Μικρασιάτες, για ν’ αποφύγουν τα απαίσια τάγματα εργασίας (τα αμελέ ταμπούρια) και τη σχεδόν βέβαιη εξόντωσή τους.
  5. Το μετζίτι (τουρκ. mecidiye) ήταν τούρκικο ασημένιο νόμισμα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861), το 1/5 της χρυσής λίρας, γι’ αυτό λέγεται επίσης και ‘κοσάρι. Αντιστοιχούσε με 20 γρόσια ή 80 μεταλλίκια.
  6. Αυτή η προσταγή «τσικάρ παρά! Τσικάρ παρασί! Τσικάρ… τσικάρ…!» έχει στοιχειώσει στον νου όσων Μικρασιατών σώθηκαν τότε. Την άκουσαν από δεκάδες τούρκικα στόματα και στους δυο Διωγμούς, καθώς τους απογύμνωναν από κάθε πολύτιμο ή χρήσιμο είχαν (κοσμήματα, χρήματα, ρούχα, παπούτσια, μπόγους κλπ.).
  7. Το Αρτάκι είναι η λαϊκή ονομασία της πανάρχαιας Αρτάκης, της σπουδαίας αυτής πόλης της Κυζικηνής Χερσονήσου (του Καπίνταγ στα τούρκικα). Από αυτήν μέχρι σήμερα επικοινωνούν τα Μαρμαρονήσια με τον έξω κόσμο. Εκεί και στην Πάνορμο ήταν οι τελευταίοι σταθμοί των εξορίστων, προτού να επιστρέψουν στα ρημαγμένα νησιά τους, το 1918, μετά από τριάμισι χρόνια φριχτού σουργουνιού (εξορίας).
  8. Αυτή η άγνοια των απλών ανθρώπων κατά τις ημέρες της Καταστροφής του ’22 είναι κοινός τόπος σε όλη τη Δυτική Μικρασία. Μας συγκλονίζει πάντα η τραγική διαπίστωση «Κανείς δεν είχε χαμπάρι!» Οι ελληνικές αρχές είχαν αυστηρή εντολή από τον ύπατο αρμοστή Σμύρνης Αρ. Στεργιάδη να μην ανακοινώσουν στον πληθυσμό την εσπευσμένη αναχώρησή τους. Οι τοπικές αρχές των Χριστιανών (ιερείς, δημογέροντες, μουχτάρηδες κλπ.) συνήθως καθησύχαζαν τους ντόπιους πως τάχα δεν διατρέχουν κίνδυνο ή έφευγαν κρυφά. Τελικά ο Μικρασιατικός Ελληνισμός αφέθηκε στην τύχη του κι έγινε κουρμπάνι (θυσία), πληρώνοντας τα σπασμένα του ελληνοτουρκικού πολέμου.
  9. Τα «τεράστια» (για τα μάτια των ανθρώπων, αλλά και για μέτρα εκείνης της εποχής) εκείνα παπόρια πράγματι έπαιρναν «ούλη την Ανατολή». Κατέπλευσαν συστηματικά κι οργανωμένα τον Οκτώβρη του ’22, από την Κων/πολη και άλλα λιμάνια, στα νησιά του Μαρμαρά και το καθένα πήρε από ένα, δυο και τρία χωριά, ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Εδώ φορτώθηκε όλη η Αλώνη (3.000 άτομα λέει η κυρά-Μαριγώ) σ’ ένα ήδη κατάφορτο πλοίο. Κάπως έτσι, με πολλά από τα υπάρχοντά τους, επιβιβάστηκαν και οι Παλατιανοί, οι Μαρμαρινοί, οι Αφτονιάτες, οι Κουταλιανοί, οι Σκουπιώτες, οι Γαλλιμήτες, οι Αφυσιανοί, οι Πραστείτες και οι υπόλοιποι κάτοικοι των νησιών, για να διασκορπιστούν έπειτα στα ελληνικά λιμάνια.
  10. Με τα μένα (ιδιωμ.): μαζί με μένα.
  11. Το Εξίγκιολ ή Οξούγκιολ (τουρκ. Okçugöl) είναι ένας ασήμαντος σταθμός πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή Πανόρμου – Μπαλίκεσιρ, καταμεσής μιας πεδιάδας με πολλά νερά, έλη, κουνούπια και νοσηρό κλίμα, που περιγράφεται και παραπάνω (δες σχόλιο 12). Απ’ εδώ πέρασαν όλοι οι «σηκωμένοι» νησιώτες της Προποντίδας κι εδώ έθαψαν τους πρώτους –κι αμέτρητους– νεκρούς τους. Ο αφιλόξενος εκείνος τόπος ακόμη και σήμερα προκαλεί δέος, με την ερημιά και το απέραντο… «πουθενά» του.
  12. Το Μιχαλίτσι (σήμερα Καρατζάμπεϊ – Karacabey) ήταν σπουδαίο αγροτικό κέντρο και οδικός κόμβος πάνω στο δρόμο Πανόρμου – Προύσας, 45 χλμ. νοτιοανατολικά της Πανόρμου. Είχε περίπου 3.000 Έλληνες σε σύνολο 11.000 κατοίκων.
Η Πάνορμος ή Μπάνταρμο ή Πάντερμο (τουρκ. Bandırma), χωριό αρχαίο που αναπτύχθηκε ραγδαία μετά το 1875, λόγω της σιδηροδρομικής σύνδεσης με τη Σμύρνη, ήταν το μεγάλο λιμάνι στις μικρασιατικές ακτές της Προποντίδας. Οι μισοί από τις 22.000 κατοίκους της ήταν Τούρκοι κι οι υπόλοιποι Αρμένιοι, Εβραίοι και Έλληνες, με ακμαιότατη κοινότητα. Εδώ, στην Μπάνταρμο, οι Νεότουρκοι ξεφόρτωσαν αρχικά (1915) όλους τους εξόριστους νησιώτες, αλλά και δεκάδες χιλιάδες άλλους διωγμένους από την Ανατ. Θράκη, κι έπειτα τους διασκόρπισαν κατά μπουλούκια, είτε με το τρένο είτε με τα πόδια είτε με αραμπάδες, σε διάφορα κοντινά ή μακρινά μέρη των σαντζακιών Προύσας και Καρασί (Μιχαλίτσι, Απολλωνιάδα, Κερμαστή, Μπαλίκεσιρ, Ίβριντι, Σίντιργκι, Πηγαδίτσι, Σουσουρλούκι, Κεπσούτ κλπ.).