Η Κλεονίκη Τζοανάκη, το γένος Κουρεπίνη, γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1915 στη Χίο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διωγμού και το 1919 επέστρεψε στην πατρώα γη, στα Αλάτσατα.
Η αγροτική οικογένεια
της Κλεονίκης ζούσε κατά διαστήματα και στον ελληνικό οικισμό Τσικούρια,
ανατολικά των Αλατσάτων, όπου είχε χτήματα κι αμπέλια. Στις μέρες της
Καταστροφής του ‘22, η οικογένεια γλίτωσε με την ψυχή στο στόμα στη Χίο, ενώ ο
μικρότερος γιος, ο δεκαεξαετής Γιώργος Κουρεπίνης, συνελήφθη και χάθηκε στην
Ανατολή αιχμάλωτος των Τούρκων. Μάταια τον αναζήτησε η Κλεονίκη, κάνοντας πολλά
ταξίδια ως τα βάθη της Μ. Ασίας, κυρίως μετά το 1972.
Η οικογένειά της
εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κηφισιά, μαζί με πολλούς άλλους Ερυθραιώτες πρόσφυγες
και ζούσαν σε σχολεία, αποθήκες και παράγκες, νοσταλγώντας πάντα τη
μικρασιατική πατρίδα. Το Κλεονικάκι τραγουδούσε συχνά τούτα τα στιχάκια για την
προσφυγιά:
Από μικρή στην Κηφισιά, μέσα στα περιβόλια,
πολύ μακριά απ’ τ’ Αλάτσατα, μαύρα μου φαίνουντ’ όλα.
Τση τύχης μου ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω,
στ’ Αλάτσατα να γεννηθώ, στα ξένα να γεράσω.
Το 1925 ιδρύθηκε
ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας κι από τότε η Κλεονίκη
εγκαταστάθηκε για πάντα εδώ. Παντρεύτηκε το 1936 τον Γιώργη Τζοανάκη από το
Λυθρί (αρχαίες Ερυθρές) της Ερυθραίας κι απόκτησαν τέσσερις γιους, τον Αντρέα,
το Δημήτρη, το Μανούκα και το Γιαννακό.
Η Κλεονίκη, σαν
άξιο γέννημα της ερυθραιώτικης Ρωμιοσύνης, δεν έβγαλε ούτε στιγμή από το νου
της την Πατρίδα, όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς της. Από μικρό κορίτσι έμαθε
να τραγουδά, να χορεύει και να παίζει στο τουμπελέκι της τους σκοπούς της
μικρασιατικής γης. Η μάνα της Λουλουδιά Κουρεπίνη κι η θεια της Χαρικλείτσα
Κουνέλα, καθώς και πολλές άλλες συγγενείς, γειτόνισσες και φίλες, της μετέδωσαν
όλο τον μουσικοχορευτικό πλούτο της Ερυθραίας.
Η Κλεονίκη ήταν
πάντα το κέντρο της παρέας στα γλέντια των Ερυθραιωτών. Με το τουμπελέκι και τα
τραγούδια της φούντωνε τους καημούς και τα μεράκια των προσφύγων και συντηρούσε
δραστικά τη μνήμη της Πατρίδας. Με τα παμπάλαια αλατσατιανά τραγούδια έζησε όλη
του τη ζωή το Κλεονικό μας. Σαν αρπούσε το ντουμπελέκι της κι αρκίναε να
τραγουδά, αντιλαλούσε η Ερυθραία από τους χαβάδες της Μικρασίας κι από τη
μοναδική, την υπέροχη φωνή της, που μάγευε κόσμο και ντουνιά. Λες κι είναι τώρα
δα, μες στα μάτια μας, που το Κλεονικάκι ηχόρευγε με τρόπο μοναδικό κι
ανεπανάληπτο τη Γιωργίτσα, που ηπαίνευγε τα νιόνυφα με τα στιχάκια τσης, που
ηκογιόναρε τραγουδώντας για τσι κουδουνάτοι, που ‘γκώμιαζε του Χριστού τα πάθη,
που ητραγούδαε τσι χαρές, την αγάπη, τσι λαχτάρες και τα πάθια της Ερυθραίας,
τσι καημοί και τα μεράκια της Μικρασίας.
Ερευνώντας στις
γειτονιές των προσφύγων, την ανακάλυψε η Δόμνα Σαμίου, γύρω στο 1976 κι από
τότε η Κλεονίκη γνώρισε δόξα μεγάλη κ’ ηγένηκε φουμισμένη. Η Δόμνα έμαθε πολλά
τραγούδια από την Κλεονίκη. Την παρουσίαζε συχνά στις μουσικές εκπομπές της
στην Ελληνική Ραδιοφωνία και την ηχογράφησε στους δίσκους της Μικρασιάτικα
Τραγούδια 1 και 2. Στο σπίτι της Κλεονίκης γυρίστηκε ένα τμήμα της αρχειακής
πλέον τηλεοπτικής σειράς «Μουσικό Οδοιπορικό» με χορούς και τραγούδια της Ερυθραίας
και κυρίως των Αλατσάτων, που επιμελήθηκε και πάλι η Δόμνα. Από τότε η Κλεονίκη
συμμετείχε συχνά, άλλοτε με τη Δόμνα κι άλλοτε μόνη της, σε αμέτρητες συναυλίες
και χορευτικές εκδηλώσεις μικρασιατικών συλλόγων (κυρίως του Συλλόγου
Αλατσατιανών), δήμων κ.ά. φορέων στην Αττική κι αλλού, με αποκορύφωμα τις
εμφανίσεις της στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στην Πολιτιστική Εταιρία
‘’Πανόραμα’’, στο κινηματοθέατρο Παλλάς (6 Μαρτίου 1992, Μέρες Μουσικής), στο
Μουσείο Λαϊκών Οργάνων (1993-1994), στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα
(Ναύπλιο 1995) και στο Ηρώδειο (Φεστιβάλ Αθηνών, Μουσικές στις άκρες του
Ελληνισμού, 19-20 Σεπτ. 1995), πλάι στα ‘’ιερά τέρατα’’ της δημοτικής μουσικής
Δ. Σαμίου και Χρ. Αηδονίδη, όπου οι θεατές την αποθέωσαν μόλις τραγούδησε την
Αλατσατιανή.
Το 1977 οργανώθηκε
στο Γυμνάσιο της Ν. Ερυθραίας μια αναπαράσταση ερυθραιώτικου γάμου, στον οποίο
βέβαια η Κλεονίκη πρωτοστατούσε με τα τραγούδια, το χορό και το τουμπελέκι της.
Αυτή η αναβίωση του γάμου ίσως είναι από τις πρώτες του είδους σε πανελλήνια
κλίμακα, γιατί μέχρι τότε ήταν ελάχιστοι αυτοί που ασχολούνταν με το
μικρασιάτικο δημοτικό τραγούδι, με μουσικοχορευτικές παραστάσεις κλπ. Περιττό
να πούμε ότι η Κλεονίκη ήταν εξ αρχής η ψυχή της γιορτής ‘’Αλλοτινές Πατρίδες’’
που οργανώνει από κάθε χρόνο από το 1978 ο Δήμος Ν. Ερυθραίας, καθώς και όλων
των παρομοίων εκδηλώσεων στην περιοχή. Και ποιος Νεοερυθραιώτης δεν έχει
συγκινηθεί, βλέποντάς την, ντυμένη με αλατσατιανά μισοφούστανα φερμένα απ’ την
Πατρίδα, να τραγουδά, να παίζει και να χορεύει, πότε με τον άντρα της, το
μπάρμπα-Γιώργη, και πότε με παλιούς και νεότερους Ερυθραιώτες, τον άταρη, το
μπάλλο, τη Γιωργίτσα και τον καρσιλαμά!
Αυτοί οι δυο
άνθρωποι στήριξαν και τον Χορευτικό Όμιλο του Πνευματικού Κέντρου Ν. Ερυθραίας
από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, το 1980. Τραγούδησαν και χόρεψαν με τον
Όμιλο για περισσότερα από 10 χρόνια κι έγιναν οι γνήσιοι δάσκαλοι των
ερυθραιώτικων χορών και οι εμπνευστές των νέων χορευτών. Σ’ αυτούς - και
ιδιαιτέρως στην Κλεονίκη - ο Χορευτικός Όμιλος οφείλει ίσως την ύπαρξή του,
γιατί του μετέδωσαν όλη τη γνώση, το μεράκι, το κέφι, τη λατρεία και την αγάπη
τους για την ερυθραιώτικη μουσικοχορευτική κι ενδυματολογική παράδοση. Χωρίς το
ζεύγος Τζοανάκη κι ορισμένους άλλους ανθρώπους – το Σταύρο Σφαντό, τη Μαρία Τζοανάκη,
τη Βάσω Γεώργαντζη, το Νικολή Μαπάκη, τη Στέλλα Φαρατζή, τη Στάσα τη Μούσαινα
κ.ά. – δεν θα ξέραμε τους ερυθραιώτικους χορούς και σίγουρα θα ήμασταν
πολιτισμικά φτωχότεροι στη Ν. Ερυθραία.
Από το 1980 το
σπίτι της Κλεονίκης έγινε στέκι περίφημων κι εκλεκτών Μικρασιατών μουσικών.
Εκτός από τη Δόμνα, ο γλυκύτατος βιολιτζής Στέφανος Βαρτάνης, ο κορυφαίος Νίκος
Στεφανίδης με το κανονάκι του, ο σπουδαίος λαουτιέρης Μαθιός Βεντούρης, ο
χρυσοδάχτυλος Μαθιός Μπαλαμπάνης με το τουμπελέκι, ο μερακλής Αντώνης Αναγνώστου
με το ούτι και κοντά τους νεότεροι τραγουδιστές κι οργανοπαίκτες (όπως η Γιώτα
Βέη, ο Αντρέας Παπάς κι άλλοι) έρχονταν στης Κλεονίκης να παίξουν, να
τραγουδήσουν και να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να κάνουν παρέα και να
γλεντήσουν, συνοδεύοντας πάντα την Κλεονίκη με τη γλυκιά μελωδική φωνή και το
αμίμητο χορευτικό ύφος.
Πόσοι και πόσοι
δεν πέρασαν από κείνο το γλεντζέδικο και ξένοιαστο σπίτι! Μουσικοί,
δημοσιογράφοι, φοιτητές, ιερωμένοι, ερευνητές, σκηνοθέτες, δάσκαλοι, όλοι
λάτρεις της Μικρασίας που ήθελαν να τους τραγουδήσει και να μάθουν από το
Κλεονικό όσα περισσότερα για τη μικρή Μεγάλη Πατρίδα της. Κι εκείνη τους
δεχόταν πρόθυμα κι ακούραστα, χωρίς ποτέ να γίνει ντίβα και σταρ.
Το 1991, με έρευνα
κι επιμέλεια του γράφοντος, το Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών κυκλοφόρησε το δίσκο
‘’Χοροί και τραγούδια από τα Αλάτσατα και την Ερυθραία της Μ. Ασίας’’, στον
οποίο η Κλεονίκη τραγουδά 9 από τα 13 τραγούδια του. Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος ‘’Τραγούδια στις
άκρες του Ελληνισμού’’, σε επιμέλεια του Λάμπρου Λιάβα, με 4 ηχογραφήσεις της
Κλεονίκης από τη συναυλία στο Παλλάς. Το 1994 ακολούθησε νέος διπλός δίσκος του
Λυκείου Ελληνίδων – συμπλήρωμα του πρώτου – με 30 χορούς και τραγούδια από τη
Σμύρνη και την Ερυθραία, όπου και πάλι η Κλεονίκη τραγουδά 10 από τα πιο
χαρακτηριστικά τραγούδια.
Οι δίσκοι αυτοί,
μαζί με εκείνους της Δόμνας που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1980, αποτελούν
σήμερα πολύτιμη αρχειακή πηγή για το μικρασιάτικο και μάλιστα το ερυθραιώτικο
τραγούδι. Όλοι οι νεότεροι μουσικοί, τραγουδιστές και χορωδίες πολλών
μικρασιατικών συλλόγων εκεί ανατρέχουν, για να αποδώσουν σε μεταγενέστερες
εκτελέσεις τα τραγούδια της Ερυθραίας (π.χ. Γαϊτάνος, Θαλασσινός, Μαριώ, Γ.
Τζώρτζης κ.ά.). Χάρη σ’ αυτούς τους δίσκους με τη μοναδική ερμηνεία της
Κλεονίκης, αλλά και άλλων Ερυθραιωτών, έγιναν σχεδόν πανελλήνιες επιτυχίες τα
τραγούδια Αλατσατιανή, Γιωργίτσα, Γιαλό γιαλό, Λαλεδάκια κ.ά., που
τραγουδιούνται κατά κόρον από διάφορους σε συναυλίες δημοτικής μουσικής, ακόμη
και σε ρεμπετάδικα. Τα τραγούδια με τη φωνή της Κλεονίκης χρησιμοποιήθηκαν
επίσης και σε θεατρικές παραστάσεις με μικρασιάτικο θέμα, όπως ο Κοινός Λόγος
της Έλλης Παπαδημητρίου και η περίφημη Αγγέλα Παπάζογλου, με επιμέλεια του
Λάμπρου Λιάβα.
Τα τραγούδια κι η
φωνή της δεν λείπουν μέχρι σήμερα από καμιά εκπομπή δημοτικής μουσικής
κρατικών, εκκλησιαστικών ή ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα,
την Κύπρο και το εξωτερικό και τα χρησιμοποιούν αμέτρητοι χορευτικοί όμιλοι σε
πρόβες και παραστάσεις.
Μα έχει ο καιρός
γυρίσματα. Φαίνεται πως την Κλεονίκη τήνε ζήλεψε ο Χάρος κι αποφάσισε να τη
χτυπήσει αλύπητα. Το 1996 πεθαίνει ο μικρότερος γιος της Γιαννακός και μέσα στα
επόμενα δυόμισι χρόνια τον ακολουθούν άλλοι δυο, ο Μανούκας κι ο
καπετάν-Αντρέας. Τ’ αηδόνι τ’ Αλατσάτου ρημάχτηκε. Ζώντας μια ολόκληρη ζωή με
το τραγούδι και γνωρίζοντας απ’ αυτό τέτοια φήμη, όση ίσως κανένας απλός
άνθρωπος του καιρού μας, η κερά-Κλεονίκη πέρασε τα τελευταία 9 χρόνια της ζωής
της μέσα σε ανείπωτο πόνο για το χαμό των γιων της. Επιπλέον η σταδιακή απώλεια
της όρασης την καθήλωσε για πάντα στο κρεβάτι, προς επιβεβαίωση, γι’ άλλη μια
φορά, του σολώνειου ρητού ‘’Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.’’
Η Νέα Ερυθραία
κήδεψε τραγουδιστή τη διάσημη Ερυθραιώτισσα στις 16 Μαΐου 2005, έτσι όπως της
έπρεπε. Πάνω από το λείψανο της Κλεονίκης η Δόμνα Σαμίου, οι γυναίκες του
Χορευτικού Ομίλου κι όλοι οι Ερυθραιώτες, υπό τους ήχους του τουμπελεκιού που
έπαιζε ο Παντελής Πολιτάκης, της τραγουδήσαμε για ύστατη φορά πολύ συγκινημένοι
την Αλατσατιανή.
Τι να την κάνω τη ζωή, αν είναι κι άλλη τόση,
αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λιώσει.
Τώρα πια το
Κλεονικάκι μας δε θα ξαναπιάσει το ντουμπελέκι και το τραγούδι ντου ούτε θε’ να
μας νεστορήσει κείνα τα ξένοιαστα παιδικάτα στην Ανατολή, ανεκατωμένα με τα
πικρά φαρμάκια τση προσφυγιάς. Η γλυκύτερη φωνή τ’ Αλατσάτου ησώπασε πια.
Βουβαμός! Τ’ αηδονάκι μας ηπέταξε γι’ αλλού. Ήμπε στου Χάρου το καράβι κ’ ήφυε
για κείνα τα νερά, για τον καλλιότερο τόπο: πάει στα δικά ντου Αλάτσατα, σε
κείνα τση παράδεισος!
Όμως το Κλεονικό
μας του την ήσκασε του Χάρου! Ήκλεισε τη φωνή της σε δίσκους και μας την άφηκε
για πάντα εδώ, σαν αιώνιο δώρο και πολύτιμη κληρονομιά, για ν’ αποτελεί το
σπουδαιότερο κεφάλαιο πολιτισμού στην πόλη μας, για να μας συντροφεύει στις
χαρές και στα ντέρτια μας, για να μας οδηγεί στα μυστικά μονοπάτια που μας
ενώνουν με τη μικρασιατική γη.
Θοδωρής Κοντάρας
φιλόλογος - ερευνητής
21 Μαΐου 2005