Με
τα κάλαντρα, το παιδιοθέμι, θυμίζοντάς μας τους υμνωδούς αγγέλους στη
φάτνη, αναγγέλλει μελωδικά το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννας και δίνει
ωραίες ευχές σε όλα τα μέλη της οικογένειας και στο σπίτι ακόμη, με
τρόπο πλουσιοπάροχο, κιμπάρικο και βασιλικό. Αφθονία, πλούτος, επιτυχία,
υγεία κυριαρχούν μέσω των καλάντων ακόμη και στο πιο φτωχό σπιτάκι, που
φαντάζει παλάτι. Είναι ευλογία για το σπίτι ή το μαγαζί η παρουσία των
παιδιών που καλαντρίζουν και «πάνδημη τραγουδιστική ευχή για το καλό και
την ευτυχία του συνόλου», όπως αναφέρει ο κορυφαίος λαογράφος Δημ. Λουκάτος.
Στην
ιωνική Ερυθραία τα χρουστουεννιάτικα κάλαντρα τα έψελναν όχι την
πρωινιά, μα αποβραδίς τση γιορτής οι μικροί καλαντράδες, που ήταν πάντα
αγόρια. Τότε, το θεωρούσαν ντροπή να γυρίζουνε τα κορίτσα όξω στσι
δρόμοι τη νύχτα. Αυτά δεν έβγαιναν έξω σε τέτοιες περιπτώσεις, όχι μόνο
για λόγους κοινωνικής ηθικής, μα και για το φόβο των Τουρκώνε, που
αρπούσανε τα όμορφα κοριτσάκια τω Χριστιανώ, σε παλιότερες εποχές.
Οι
μπατούλιες (παρέες) των παιδακιών αζντίζανε (φρένιαζαν) στα κάλαντρα.
Επαίρνανε βότα βότα (βόλτα) το χωριό κι εκαλαντρίτζανε στο μαχαλά ντως
και στα συγγενικά σπίτια. Πάντοτες ήσανε καλομπεγέντιστα (ευπρόσδεκτα)
τα παιδάκια και κανείς δεν τολμούσε να τα διώξει με την κυνική ρήση «μας
τα ‘παν άλλοι». Βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) για να βλέπουν,
καλαθάκια για να βάλουν τ’ απλοχερίσματα (προσφορές), το κουτί της κάσας
(«ταμείο») και κυρίως την αυτοσχέδια χάρτινη εκκλησίτσα με το κερί στο
εσωτερικό της, που συμβόλιζε το Βυζάντιο και την Αγιά-Σοφιά, την πίστη
που καίει σαν την άσβεστη φλόγα. Το φως του κεριού έφεγγε από τα
χρωματιστά παραθύρια της εκκλησιάς και την έκανε να σφαντά (φαντάζει)
σαν παραμυθένια. Σε ελάχιστα χωριά (π. χ. Μελί) κρατούσαν και
ντενεκεδένιο ή ξύλινο καΐκι. Τα παιδιά χτυπούσαν ρυθμικά τα σημαντράκια
(τριγωνάκια) ή τα τουμπελεκάκια τους σε σκοπούς παρόμοιους με τα
σημερινά αστικά δασκαλίστικα κάλαντα (Καλήν εσπέραν άρχοντες…). Κάθε
περιοχή της Ερυθραίας είχε τη δική της ποιητική και μουσική παραλλαγή
καλάντων, που ήταν γνήσιο λαϊκό δημιούργημα. Υπήρχαν ακόμη και τρεις
παραλλαγές μέσα στο ίδιο χωριό, όπως στην Αγιά Παρασκευή ή στο Μελί!
Οι
νοικοκιουρούδες τ’ απλοχέριζαν (φίλευαν) κυρίως με γλυκά, κολλίκια,
πωρικά, γεμίσια (ξηρούς καρπούς) ή γλεουδάκια (λιχουδιές, καραμέλες,
ζαχαρώτα, σύκα, σταφίδες κλπ.) και λιγότερο με παράδες και μετελλίκια
(κέρματα). Το βράδυ τα πιτσιρίκια πέφτανε για ύπνο ξερά απ’ την κούραση,
βαριοστόμαχα αφ’ τα μπόλικα γλυκομπουκουνάκια που ‘χανε φαωμένα, μα
λωλαγγρισμένα (ξετρελαμένα) και χαρούμενα αφ’ το κουτουρντητιό
(αποχαλίνωση) της μέρας.
Η
σύναξη τση κάσας (οι εισπράξεις) μοιραζόταν εξίσου, με τρόπο δίκαιο, σε
όλα τα μέλη της παρέας. Αν υπήρχε κάνας αγλατζινιάρης (ζαβολιάρης) που
ήκανε τον κουρνάζο (πονηρό) στα μικρότερα, για να τως φά’ το μερτικό,
δεν τόνε ξαναπαίρνανε στην μπατούλια τους και τον απέφευγαν όλοι.