Ο
κόσμος παλιά ηζαρντίζανε τα φαγιά (τα στερούνταν και τα πεθυμούσαν),
επειδής δεν ηπολλοτρώανε. Γι’ αυτό στις γιορτές προσπαθεί να φάει όχι
μόνο πολύ, μα και καλά. Έτσι, με πλούσια γεύματα και δείπνα, καθώς και
με πολλά γλυκίσματα, επιδιώκουν όλο το χρόνο την ευφορία και την
ευκαρπία (να ‘χουν πλούσια τα ελέη), αλλά και την καλοπέραση (να ‘ναι
γλυκαμένοι). Τα πολλά φρούτα που στολίζουν στο αηβασιλιάτικο τραπέζι,
φρέσκα (τα λεγόμενα πωρικά στη Δυτ. Ερυθραία) ή ξερά (αυτά τα έλεγαν
φρούτα ή τσερέζια ή γεμίσια), φανερώνουν την επιθυμία για παγκαρπία.
Ακόμη και τα ζώα την Πρωτοχρονιά τρέφονται πολύ καλά με φαγητά και
γλυκά. Στα Βουρλά ήταν συνηθέστατο το τάισμα των ζώων με γλυκά και διπλό
γέμι (τροφή), γιατί μπέρκι (αν ίσως) περάσει ο Άης Βασίλης και δεν τά
βρει ευκαριστημένα, τότενες δε θα δώσει μπερεκέτια στο σπίτι. Οι
Αλατσατιανοί τάιζαν επίσης με λουκουμάδες τα οικόσιτα ζώα, να ‘ναι κι
ευτά καλοπερασμένα, σα λάχει ναν τ’ αρωτήσει ο Άη-Βασίλης πώς περνούνε
με τις αθρώποι.
Εντυπωσιάζει
η κοινωνική φροντίδα για φτωχούς και πενθούντες. Οι κάτοικοι της
Μικρασίας πολύ το ηζάρανε (συνήθιζαν) να βοηθούνε τσι εχτιάρηδοι
(φτωχοί) και τσι χλιμμένοι (πενθούντες). Μερχαμετλήδες (ελεήμονες),
πονεσάρηδοι και συντρέχτηδοι, πολεμούσαν ούλοι ματζί, για να φύει το
σεκλέτι (στενοχώρια), η χλίψη, το κασαβέτι (μελαγχολία), το καχίρι
(βάσανα) από τσι λυπημένοι αθρώποι. Το ελεϊκό (ελεημοσύνη) στις
αναγκεμένοι, για να συχωρεθούνε τ’ απεθαμένα μας, ήταν πολύ έντονο στους
Ερυθραιώτες όπου γης, σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ού αι., αφού όλοι
φρόντιζαν να στείλουν φαγητά και γλυκά σε όσους δεν γιόρταζαν.
Επίσης
απαραίτητη ήταν και η προσφορά φαγητών και γλυκών σε ξένους και
περαστικούς. Αδιανόητο να βρεθεί κάποιος σ’ έναν τόπο της Ερυθραίας,
μέσα στσι σκολάδες, και να μη τον τραπεζώσουν! Τα φιλέματα, τα
τραταμέντα και τα ικραμιάσματα (κεράσματα) για τσι μουσαφιραίοι δεν
ήλειπαν ούτε από το πιο φτωχό σπιτάκι, αναλοής με τα έχητα (το έχειν,
τις οικονομικές δυνατότητες) του καθαμιανού.
Τις
παραμονές τ’ Άη-Βασιλειού, τα μαγαζά των ερυθραιώτικων πόλεων και των
χωριών ήταν ολόφωτα με τα βενέτικα φανάρια και καταστόλιστα με λουλούδια
της εποχής, όπως ζεμπούλια, αβιορέτες (μανουσάκια), κατίμαρα
(νάρκισσους), με μπλίρες (χρυσές κι ασημένιες λεπτές ταινίες) και με
αψίδες από βαρακωμένα (επιχρυσωμένα) κλωνιά βάγιας (δάφνης) και
μερσινιάς (μυρτιάς). Όλα ετούτα έδιναν πανηγυρικό διάκοσμο, ιδίως στα
καταστήματα τροφίμων, που ήταν γεμάτα με κάθε είδους αγαθά. Οι άντροι,
καλοψουνιστάδες και κιμπάρηδοι, κουβανούσαν στα σπίτια τους ζεμπίλια με
ψούνια και λογιώ λογιώ φαγώσιμα και φρούτα ή τσερέζια (ξηρούς καρπούς):
μπαστουρμάδες και σουτζούκια, βουτούρατα, τυριά τουλουμίσα, κεφαλίσα και
κασκαβάλια (κασέρια), κάστανα, καρύδια, μύγδαλα και κουκουνάρια,
φιστίκια, φουντούκια, τζίτζεφα, λεμπλεμπούδες (αφράτα στραγάλια), τ’
ουρανού το μάννα και κακουλέδες (αρωματικοί σπόροι), μισιριώτικες
καρύδες (ινδοκάρυδα), κουντουρούδια (χαρούπια) και μαζί χίλια δυο πωρικά
(φρούτα), όπως πορτακάλια και μαντορίνια, μήλα, απίδια κι αρμούτια
(αχλάδια), σταφύλια φτακοίλια και μαιλεμενιά (από τη Μαινεμένη)
χειμωνικά ποπόνια (κρεμαστάρια). Φυσικά δεν έλειπαν και τα γλεούδια
(λιχουδιές) για τα παιδιά.
Όλη
αυτή η τεράστια ποικιλία τροφίμων, μαζί με τα γεμεκλίκια που ανοίγονταν
εκείνες τις μέρες, δηλαδή τα αποθέματα φαγητών, γλυκών ή καρπών που
διατηρούσαν σε ειδικά δοχεία, για να περάσουν το χειμώνα, όπως
μισόκοφτες (μουστόπιτες), παστελαριές (ξερά σύκα παραγεμωστά με σουσάμι,
καρύδια και μύγδαλα), μουστοσούτζουκα, κουραντί (μαύρες σταφίδες),
καβρουμάδες κ.ά, προσέδιδε στο αηβασιλιάτικο τραπέζι ιδιαίτερο πλούτο
και λαμπρότητα και συμβόλιζε το πλήθος των αγαθών και των καλών που
περίμεναν να έχουν οι νοικοκυραίοι σ’ όλη τη διάρκεια του νέου χρόνου.
Τα
κύρια φαγητά τ’ Αη-Βασιλειού είναι πολλά και πάντα γιομιστά, για να
‘ναι γιομάτος από καλά ο νέος χρόνος. Σουράς (πλευρά αρνίσια, χωρίς πολύ
κρέας, παραγιομιστά με κιγμά, ρύζι, κρομμύδια, κουκουνάρια, κάστανα,
βούτυρο, πιπέρι και κουραντί), μπουμπάρι (έντερα γιομισμένα με ρύζι ή
μπλιγούρι, τζιεράκια, κιιμά και μυρουδικά), τζιγεροσαρμάδες και ντάρμπια
(ντολμάδες με μπόλια αρνιού, συκωτάκια, τυρί, αβγό, μυρουδικά),
γιουβαρλάκια και λαχανοντολμάδες (όλα σύμβολα αφθονίας), ρόστο κριάσι
(ψητό) και κυδωνάτο κριάσι, ιδίως με το κρέας του ντομουζού
(αγριογούρουνου), ήταν τα πιο επίσημα φαγητά. Έφτιαχναν επίσης κατιμέρια
(γλυκά ή αρμυρά), μπουρέκια και τσαρκαμάδες (λογιώ λογιώ χορτόπιτες).
Ευρεία ήταν η χρήση μπαχαρικών (πιπέρι, κύμινο, μοσκοκάρυδο) και
μυρουδικών (αθυμάρι, αρί’ανη, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο, μαντανό,
δεντρολίβανο), που έδιναν μια ιδιαίτερη νοστιμάδα στα φαγητά. Ο διάνος
(γαλοπούλα) με τη γέμωση ήντανε σμυρναίικο αντέτι και λίγες τόνε ψένανε.
Το
αηβασιλιάτικο τραπέζι το στρώνουν με μεγαλοπρέπεια, με ούλα τα καλά του
και τα πρεπά του (απαραίτητα). Σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας το
ετοίμαζαν πολυτελώς από το πρωί της Πρωτοχρονιάς και το σηκώνανε πάντοτε
το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου. Στο Ρεΐσντερέ έβαζαν πάμπολλα πιάτα στο
τραπέζι (ως 40, ίσως για να εκπληρωθεί το παλιό ρητό «σάραντα φά’,
σαράντα πιε, σαράντα κρούψε να ‘χεις»!) γιομάτα με κάθε λοής φαγιά,
γλυκά, γκλεούδια και πωρικά. Στο Μελί έβαζαν πιοτά, γλυκά, φαγιά,
φρούτα, πιάτα με στάρι και κριθάρι κι ένα ρούδι (ως σύμβολα
πανσπερμίας). Το τραπέτζι το εφήνασιν γεμάτο για τον Άη-Βασίλη, νά ‘ρκει
να φά’ και να πιει. Στα μέρη του Τσεσμέ έστρωναν αρκοντικό τραπέζι την
Καλή Βραδιά με πλούσια τα ελέη του Θεού, ιδίως γλυκά, νερό, σερμπέτια,
και παντέχαν του Άη, να κατηβεί τη νύχτα, να φά’ και να πιει. Στα Βουρλά
άφηναν δυο μερόνυχτα καθαρό σερβίτσιο για τον Άη στο γιορτινό τραπέζι.