Θοδωρής Κοντάρας
Ν. Ερυθραία, 16 Ιουλίου 2021
Τα δημοτικά τραγούδια με τον γενικό τίτλο Της Κουμπάρας που έγινε νύφη ανήκουν στην μεγάλη κατηγορία πολύστιχων αφηγηματικών τραγουδιών που ονομάζονται παραλογές και αναφέρονται σε διάφορα κοινωνικά, μυθικά ή εξωλογικά γεγονότα με τρόπο δραματικό. Ειδικότερα, τα τραγούδια της Κουμπάρας εντάσσονται στην ομάδα των τραγουδιών της Απαρνημένης, δηλαδή της γυναίκας που την ξεγέλασε κάποιος όμορφος άντρας, την εξαπάτησε και τελικά την παράτησε μέσα στην απόγνωση, την πικρία και τη δυστυχία. Και τα δύο είδη είχαν πολύ μεγάλη διάδοση στον ελληνικό λαό, ακριβώς λόγω του θέματός τους.
Η υπόθεση στα τραγούδια της Κουμπάρας έχει εν συντομία ως εξής: Μια κόρη εγκαταλειμμένη από τον αγαπημένο της δέχεται, ύστερα από έντονη ψυχική πάλη, την πρότασή του να γίνει κουμπάρα στο γάμο του με μια άλλη γυναίκα. Ντύνεται και στολίζεται εξαιρετικά και στην εκκλησία σκανδαλίζει τους πάντες με την ομορφιά της. Ο γαμπρός αμέσως μετανιώνει, παρατά την υποψήφια νύφη και παντρεύεται την κουμπάρα, ξετρελαμένος από τη γοητεία της.
Ενώ τα τραγούδια της Απαρνημένης έχουν απαισιόδοξο ή δυσάρεστο τέλος, αντίθετα, τα τραγούδια της Κουμπάρας έχουν ευχάριστη και χαρούμενη έκβαση, αφού η παρατημένη κόρη τελικά παντρεύεται τον «άπιστο» αγαπημένο της, επειδή η πρώτη αγάπη είναι πολύ ισχυρή, καθώς φανερώνουν και τ’ ακόλουθα δίστιχα:
Παλιά μ’ αγάπη μπρόβαλε,
καινούργια πίσω στάσου.
Καινούργια αγάπη χάνεται
παλιά δε λησμονιέται.
Καινούργια αγάπη κι αν πιαστεί,
παλιά δε λησμονιέται.
Έτσι, στην επιλογή ανάμεσα στις δυο αγάπες φαίνεται πως υπερισχύει ο παλιός έρωτας, ως πιο δυνατός και διαρκής.
Το θέμα των τραγουδιών της Κουμπάρας το συναντάμε επίσης συχνά σε τραγούδια διαφόρων λαών της Βόρειας, Κεντρικής και Μεσογειακής Ευρώπης, δεν έχει όμως μελετηθεί τόσο, ώστε να γνωρίζουμε την αρχική κοιτίδα των τραγουδιών αυτών. Στον ελληνικό κόσμο, τα τραγούδια της Κουμπάρας έχουν ευρύτατη διάδοση, με πολλές κι ενδιαφέρουσες παραλλαγές, από τις οποίες οι πληρέστερες και αρτιότερες καταγράφηκαν στα ελληνικά νησιά. Έτσι, λοιπόν, ο χώρος δημιουργίας των τραγουδιών αυτών τοποθετείται στο Αιγαίο, απ’ όπου διαδόθηκαν και στους υπόλοιπους Έλληνες. Μάλιστα, ο κορυφαίος μελετητής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών Σαμουέλ Μπω-Μποβύ υποστηρίζει πως τα τραγούδια της Κουμπάρας δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, την εποχή της Φραγκοκρατίας, που ξεκινά το 1204 και τελειώνει τον 16ο-17ο αιώνα.
Πολύ έντονη και χαρακτηριστική στα τραγούδια της Κουμπάρας, όπως σε όλες τις παραλογές, είναι η θεατρικότητα. Οι ήρωες και τα στοιχεία της φύσης δρουν γοργά και άμεσα, σαν σε θεατρική σκηνή ή κινηματογραφική ταινία. Οι διάλογοι συντελούν πολύ σ’ αυτό, με τη δραματικότητα και την ένταση που δημιουργούν. Το τραγικό στοιχείο είναι ολοφάνερο, επειδή έχουμε πρόσωπα-θύματα: η Κουμπάρα στην αρχή, η άλλη νύφη κι η μάνα της στο τέλος, ακόμη και ο γαμπρός. Όλους τους κυβερνά η μοίρα και τους οδηγεί σε απρόσμενες εξελίξεις με τις αμείλικτες αποφάσεις της. Οι σκηνές με τις τόσο παραστατικές εικόνες εναλλάσσονται μπροστά μας με γρήγορο ρυθμό και οδηγούν αρμονικά στο αίσιο τέλος, τον γάμο.
Ιδιαίτερη εντύπωση δημιουργεί η προετοιμασία και ο στολισμός της κόρης, όπου συμμετέχουν με μαγικό τρόπο και τα φυσικά στοιχεία, όπως ο ήλιος με τη λάμψη του, το φεγγάρι με την αργυρή φεγγοβολιά του, ο κόρακας με το κατάμαυρο χρώμα του (το καταλληλότερο για φρύδια τοξωτά), τα βοτσαλάκια του γιαλού κι «ο άμμος της θαλάσσης» με την ομορφιά και την πληθώρα τους, ακόμη και «η όχεντρα η πλουμιστή» με την πολυχρωμία της. Όλα τα υλικά που χρησιμοποιεί η κόρη για τον καλλωπισμό της (σουλμάς, κοκκινάδι), για το ντύσιμο (ασπράδι, μαντή, καβάδι), για τα κοσμήματα (δαχτυλίδια, μαργαριτάρια) και για τα στέφανα (ατίμητα πετράδια, ασήμι, μαργαριτάρια) παρέχονται σε μεγάλη αφθονία και πλούτο, έχουν δε τόση λαμπρότητα και πολυτέλεια, που μας μεταφέρουν στον κόσμο του Βυζαντίου, με τις χρυσοστόλιστες αυτοκράτειρες ή τις πριγκίπισσες και την μεγαλοπρεπή συνοδεία τους (τις βάγιες και θεραπαινίδες).
Μια άλλη σκηνή, με πολύ δυνατά στοιχεία, καθοριστικά για την τελική έκβαση του γάμου, είναι ο ερχομός της Κουμπάρας στην εκκλησία, που οδηγεί την υπόθεση στην κορύφωσή της. Εκεί η «ωριοπλουμισμένη», «μορφοπλουμισμένη» και «αξιοτιμημένη» κόρη καταπλήσσει τους πάντες με την εμφάνισή της. Όλοι μένουν άφωνοι και βουβοί, σκανδαλισμένοι, ξετρελαμένοι, σαγηνευμένοι, δαιμονισμένοι από την εκπάγλου καλλονής Κουμπάρα, που τους έβαλε σε πειρασμό με τα κάλλη της, και πιο πολύ τον θρασύτατο νέο, ο οποίος κάλεσε την πρώτη του αγάπη για να τον στεφανώσει με άλλην.
Όσον αφορά στους ανθρώπινους χαρακτήρες, τα στοιχεία που τους συνθέτουν είναι πολλά. Η Λυγερή, η κουμπάρα, παρουσιάζεται αρχικά παθημένη από έρωτα αγιάτρευτο, δυστυχής και βαθιά πληγωμένη από την απαίσια συμπεριφορά του άπιστου καλού της. Είναι ένα ψυχικό ράκος, θύμα μιας μεγάλης αγάπης, αδύναμη ν’ αντιμετωπίσει τη θλιβερή απουσία του νέου που αγαπά, ο οποίος με πρωτοφανή αναίδεια και κυνισμό την προσκαλεί στο γάμο του. Η κόρη, μετά την σκληρή απόρριψή της από τον νέο που αγαπούσε, καταφεύγει εξοργισμένη και απογοητευμένη στη μάνα της, το αιώνιο αποκούμπι κάθε πικραμένου. Εκείνη θα τη συνεφέρει, θα την εμψυχώσει, θα την ορμηνέψει και θα τη στηρίξει σ’ αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής της. Έτσι, η Κουμπάρα εξοπλίζεται με ψυχικό σθένος, αποφασιστικότητα και δύναμη, για να σταθεί όπως της ταιριάζει, με αξιοπρέπεια στη θέση της. Παίρνει κουράγιο κι ελπίδα από τη μάνα της και εμφανίζεται σταθερή και ακλόνητη στην απόφαση να στεφανώσει τον αγαπημένο της. Αγέρωχη κι αισιόδοξη, εμφανίζεται στην εκκλησία, αναστατώνει και ταράζει δραματικά τα πλήθη κι ανατρέπει τα πάντα. Ο γαμπρός, μετανοιωμένος, μέσα σε μια στιγμή αλλάζει την απόφασή του και παντρεύεται την Κουμπάρα, αφήνοντας σύξυλη την υποψήφια νύφη. Η κάθαρση έχει έρθει κι ο έρωτας θριαμβεύει, ξεπερνώντας κάθε αδικία ή άστοχη απόφαση.
Ο πανέμορφος, γοητευτικός και ελκυστικός νέος, με τα τόσα σωματικά χαρίσματα, έχει ασταθή ψυχικό κόσμο. Δεν παρουσιάζεται δυνατός κι αποφασιστικός, αλλά είναι έρμαιο των αποφάσεων άλλων ανθρώπων (της μάνας του, των γονιών του) που τον παντρολογούν, ενώ αυτός αγαπά τη Λυγερή. Τα αισθήματά του μεταβάλλονται πολύ εύκολα και όταν τη συναντά, παρ’ όλα τα γλυκόλογα που της λέει, παρουσιάζεται σκληρός, ωμός και απάνθρωπος. Η συμπεριφορά του είναι κυνική και αδικαιολόγητη προς την παλιά του αγαπητικιά. Της δηλώνει απερίφραστα πως παντρεύεται με άλλη και με θρασύτητα μοναδική την προσκαλεί να τους στεφανώσει. Στο τέλος, αλλάζει αμέσως γνώμη, κατακυριευμένος από την εκπληκτική ομορφιά της Λυγερής, που του φούντωσε ακόμη πιο πολύ τον παλιό ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν, και υποκύπτει θριαμβευτικά στην πρώτη του αγάπη.
Από τα δευτερεύοντα πρόσωπα, η μάνα της Κουμπάρας έχει το σπουδαιότερο ρόλο. Αυτή, με τον τρόπο της και τις συμβουλές της, επιδρά καταλυτικά στην απομάκρυνση της δυστυχίας και στην ευτυχή έκβαση της υπόθεσης. Όμως φαίνεται πως θα πέρασε αγωνιώδεις στιγμές, μέχρι να δει την θριαμβευτική επιστροφή της κόρης της. Χωρίς την παρουσία και τις ενέργειές της, η Λυγερή - κουμπάρα ασφαλώς δεν θα τα κατάφερνε, εγκλωβισμένη καθώς ήταν στις βουλές των άλλων και βουτηγμένη στα πιο δυσάρεστα συναισθήματα. Καταλυτικές και οι εγκάρδιες ευχές της μάνας, πριν και μετά το γάμο, που πηγάζουν από τη λαχτάρα και την ελπίδα της να δει την κόρη της ευτυχισμένη και αποτελούν τη βάση της ευτυχίας, καθότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων».
Αντίθετα με τούτη τη μάνα, οι άλλες δυο γυναίκες, που εμφανίζονται στο τέλος των παραλλαγών πότε η μια και πότε η άλλη ή και οι δυο μαζί, δηλαδή η μητέρα της εγκαταλειμμένης την τελευταία στιγμή νύφης και αυτή η ίδια η νύφη, είναι στην ουσία τραγικά πρόσωπα. Η νύφη χτυπήθηκε βαριά από τη μοίρα, αφού έφτασε στη στέψη, βέβαια όχι με τη θέλησή της ούτε από έρωτα, και την τελευταία στιγμή έμεινε «εκτός νυμφώνος». Απογοητευμένη κι αγανακτισμένη, από εκδικητικότητα καταριέται τον γαμπρό να πεθάνει, νομίζοντας πως έτσι θα δικαιωθεί. Η μάνα της όμως έχει δεχτεί το απίθανο παιχνίδι της μοίρας εις βάρος της κόρης της, την οποία θεωρεί κακορίζικια, άτυχη, κακόμοιρη.
Στην Ερυθραία της Μ. Ασίας ήταν επίσης πολύ γνωστό το τραγούδι της Κουμπάρας, αν κρίνουμε από τις διασωθείσες παραλλαγές του. Εξ όσων γνωρίζουμε, έχουν καταγραφεί τέσσερις παραλλαγές από τα Βουρλά και ανά μία από τα Αλάτσατα, το Ρεΐσντερε, την Αγιά-Παρασκευή και το Μελί, τις οποίες παραθέτουμε παρακάτω, μαζί με μια χιώτικη παραλλαγή από τα Καμπιά, επειδή η δημοτική μούσα της Χίου έχει στενότατη σχέση με την αντίστοιχη της Δυτικής Ερυθραίας. Βεβαίως, υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν και άλλες παραλλαγές, τουλάχιστον από τα μεγάλα χωριά της χερσονήσου, την Κάτω Παναγιά, το Λυθρί, τον Γκιούλμπαξε, το Σιβρισάρι, τα Μουρντουβάνια, το Αχιρλί, καθώς και τα άλλα καραμπουρνιώτικα χωριουδάκια.
Οι ερυθραιώτικες παραλλαγές είναι όλες συνθεμένες στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα με δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο, που κυριαρχεί στο δημοτικό τραγούδι κι έχει αρχαιότατη καταγωγή. Οι περισσότερες από αυτές τραγουδιούνταν και χορεύονταν, συνήθως κατά τις Αποκριές, με σκοπό αργό και ρυθμικό, αλλά συχνά απαγγέλλονταν ως ρίμες σε διάφορες περιστάσεις (σε βεγγέρες, σε μονότονες εργασίες, σε νυχτέρια κλπ.). Οι τίτλοι των ακόλουθων παραλλαγών έχουν δοθεί από τους καταγραφείς τους ή από τους ίδιους τους πληροφορητές.
Το ζευγάρι, που είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, ονομάζονται συνήθως αόριστα, με επίθετα ή κάποια χαρακτηριστικά τους. Η νέα αποκαλείται σε πολλά τραγούδια Λυγερή ή λυγερή (και κύριο όνομα και επίθετο), σε άλλα απλώς κόρη, ή με τα τοπωνυμικά επίθετα Βρονταδούσαινα, Κυπριανούσαινα, Μικροκυπριανούσαινα. Ο νέος ονομάζεται σ’ ένα τραγούδι Γιάννης και Γιαννακός, ενώ στα υπόλοιπα αγόρι ή «άβουρος», «ψηλός, γλινός, τσακιρομάτης», αγαπώς ή αγαπητικός, «σγουρός, ξανθός, αγγελοµάτης», «τση χήρας ο υγιός» ή απλώς γιος.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως το τραγούδι της Κουμπάρας που έγινε νύφη είναι ένα από τα αριστουργηματικά ποιητικά δημιουργήματα του ελληνικού λαού, ο οποίος ένα σχετικά σύνηθες κοινωνικό γεγονός το μετουσιώνει με φαντασία και ποιητική δύναμη σε λυρική δημιουργία υψηλού επιπέδου.
1. ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πρώτη παραλλαγή από τα Βουρλά της Ερυθραίας
Μια λυγερή βαριαρρωστά για μι’ αγοριού αγάπη,
γιά ‘να ψηλό, γιά ‘να γλινό,[1] γιά ‘να τσακιρομάτη.[2]
Τ’ ακούν οι τρεις συντρόφισσες πά’ την παρηγορούνε.
Η μια καθίζει αγνάντια της κι η άλλη από δίπλα
κι οπού την αγαπά καλά εις το προσκέφαλό της.
– Κι εμείς δεν αγαπήσαμε; Κι εμείς εμαχευτήκα.[3]
– Εμείς κι αν αγαπήσαμε, μαύρος, άσκημος ήτα,
τουνής[4] τση κακορίζικιας τσακιρομάτης ήτα.
– Εσύ οπού τονέ φουμάς,[5] εσύ που τόνε ξέρεις,
άντε, καλή συντρόφισσα, να πά’ να τόνε φέρεις.
Βάζει τα όρη πίσω τση και τα βουνά εμπρός τση
κι η τύχη τση την ήβγαλε μέσα στις λουλουδάτες.
Ηπήγε και τον ηύρηκε με χίλιους δεσποτάδες,
με πεντακόσοι άρχοντοι και χίλιους δεσποτάδες.
– Καλώς τηνε την πέρδικα, αν ήρθενε για μένα,
κι αν ήρθενε για άλλονε, να φύγει πικραμένα.
– Εγώ δεν ήρθα για τα ‘σέ, δεν είμαι από ‘κείνες.
Όπ’ αγαπά βασίλισσα, βασιλοπούλας κόρη,
πρέπει να τήνε παρατά, να τη ‘μολά[6] να φεύγει;
– Εμένα με παντρολογούν κι άλλη κόρη μού δίνου
κι αν θέ’ και καταδέχεται, κουμπάρα μου να γίνει.
Φεύγει η κόρη από ‘κεί, στση φιλονάδας πάει.
– Εκείνον τον παντρολογούν κι άλλη κόρη τού δίνου
κι αν θες και καταδέχεσαι, κουμπάρα του να γίνεις.
Δίνει κλοτσιά του σεντουκιού, δίχως κλειδιά κι ανοίγει.
Η μάνα τση την αρωτά κι ο κύρης τση τση λέγει:
– Κόρη μου, ητρελάθηκες γι’ άδολο[7] κρασί ήπιες;
– Μάνα, δεν ηλωλάθηκα μήτ’ άδολο κρασί ήπια.
– Άντε, κόρη, στην κάμαρα και βάλε το ασπράδι,[8]
παράγγειλε τα στέφανα ατίμητο πετράδι
και τη λαμπάδα του γαμπρού όλο μαργαριτάρι.
Ηπήγεν κι ηστολίζουνταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τω κοράκων το φτερό βάζει καμαροφρύδι.
Ηπήγεν εις την εκκλησιά και ήλαμψεν ο κόσμος.
Παπάς την είδε κι ήσφαλε, διάκος κι αποσβολώθη[9]
και τα μικρά ψαλτόπουλα ήχασαν τη λαλιά τους.
– Παπά, αν είσαι χριστιανός και είσαι βαφτισμένος,
παράγειρε τα στέφανα απάνω στην κουμπάρα.
Παπάς ήτανε χριστιανός, ήτα και βαφτισμένος
και ήγειρε τα στέφανα απάνω στην κουμπάρα.
Βγαίνει και η μητέρα της από το παναθύρι.
– Καλώς τηνε την κόρη μου, την καλορίζικιά μου!
Κουμπάρα μου την πήρανε, νύφη μου τήνε φέρου!
(Βγαίνει και τση νύφης η μητέρα)
– Καλώς τηνε την κόρη μου, την κακορίζικιά μου!
Νύφη μού την επήρανε, κουμπάρα μού τη φέρου.
Η παραλλαγή αυτή (με 46 στίχους) δημοσιεύτηκε στο άρθρο των Χ. Ν. Παπαδόπουλου και Κ. Π. Δεμερτζή «Τραγούδια και παραμύθια της Ανατολής» (σελ. 212-213), που περιλαμβάνεται στο περιοδικό Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Δ΄, έκδοσις της Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1948. Σύμφωνα με τους συγγραφείς του άρθρου, το τραγούδι κατέγραψαν από την Βουρλιωτίνα Παρασκευή Βερώνη, 60 χρονών τότε (πριν το 1948), η οποία καταγόταν από τη Νάξο.
Η υπόθεση του τραγουδιού της Λυγερής έχει ως εξής. Μια κόρη αρρωσταίνει από έρωτα για έναν πολύ όμορφο νέο, ο οποίος την εγκατέλειψε. Έρχονται οι φιλενάδες της για να την παρηγορήσουν κι εκείνη τους ζητά να της τον φέρουν οπωσδήποτε. Μια συντρόφισσά της αναλαμβάνει το δύσκολο αυτό έργο. Βρίσκει τον τσακιρομάτη νέο ανάμεσα σε εκατοντάδες σπουδαίους ανθρώπους και τον επιπλήττει, επειδή άφησε την φιλενάδα της, που είχε τόσα προσόντα (βασιλοπούλας κόρη). Ο νέος δηλώνει ότι παντρεύεται με άλλη και με κυνισμό και σκληρότητα προσκαλεί την πρώτη του αγάπη να γίνει κουμπάρα.
Η συντρόφισσα μεταφέρει τα καθέκαστα στην απαρηγόρητη φίλη της κι αυτή, εξοργισμένη και βαριά πικραμένη από το δόλιο φέρσιμο του εραστή της, πηγαίνει στο σπίτι της, όπου η μητέρα της την συμβουλεύει να δεχτεί την πρόταση και να πάρει τα πιο διαλεχτά αντικείμενα για την κουμπαριά: στέφανα στολισμένα με πολύτιμες πέτρες και λαμπάδα μαργαριταρένια. Η κουμπάρα, δείχνοντας μεγάλη ψυχική δύναμη, ντύνεται και στολίζεται επί τριήμερο, με υπερβολικό τρόπο και μέσα αφύσικα, εξωπραγματικά, μυθικά. Έλαμψε ο κόσμος από την απαράμιλλη ομορφιά της και μόλις έφτασε στην εκκλησιά, οι ιερωμένοι έμειναν άφωνοι. Η πεντάμορφη λυγερή προκάλεσε τέτοια αναστάτωση με την γοητευτική εμφάνισή της, που ο αγαπημένος της και πάλι ξετρελάθηκε τόσο πολύ μ’ αυτήν, μετάνιωσε και κάλεσε τον παπά να τον στεφανώσει με την κουμπάρα.
Στο τέλος, σημαντικές είναι οι δηλώσεις κάθε μάνας. Η μάνα της λυγερής είναι πολύ χαρούμενη που παντρεύτηκε η κόρη της και εύχεται τα καλορίζικα, ενώ πικραμένη κι απογοητευμένη η μάνα της υποψήφιας νύφης θεωρεί κακορίζικη την κόρη της, αφού έχασε την ευκαιρία να παντρευτεί.
Κύρια πρόσωπα σ’ αυτήν την παραλλαγή του τραγουδιού είναι η λυγερή κόρη, ο τσακιρομάτης νέος -ανώνυμοι και δύο- η συντρόφισσα της λυγερής, ο παπάς και οι μητέρες της κουμπάρας και της νύφης, η οποία είναι εντελώς παραγκωνισμένη και σπάνια παρουσιάζεται στις παραλλαγές.
2. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ
Δεύτερη παραλλαγή από τα Βουρλά
Σαράντα μύλοι αλέθανε κανέλα και πιπέρι
κι άλλοι σαράντα-δώδεκα του Γιάννη το κεσκέκι.[10]
Σφάζουν διακόσα πρόβατα, τρακόσα κατσικάκια.
Καλέσαν χώρες και χωριά κι ούλα τα βιλαέτια.
Κι ο Γιάννης ημπαινόβγαινε κλαμένος, βουρκωμένος
κι η μάνα του τον ήβλεπε κι η μάνα του τον λέγει:
– Μπας δε σ’ αρέσουν τα πουρκιά[11] κι η κόρη που σε δίνω;
– Εμέ μ’ αρέσουν τα πουρκιά κι η κόρη που με δίνεις.
Ούλο τον κόσμον κάλεσες κι ούλη την οικουμένη
και την παλιά μου γιαβουκλού[12] δεν έχεις καλεσμένη.
– Σεραπετώσου,[13] Γιάννη μου, κι άντε να την καλέσεις.
Σέλα σέλωσε τ’ άλογο και βάλ’ το και τη γέμη.[14]
Σέλα σελώνει τ’ άλογο και βάνει και τη γέμη
και καλικεύει[15] ο Γιαννακός στο δρόμο και παγαίνει.
Στο δρόμο που ηπάγαινε, το Θιο περικαλούσε.
– Θιε μου, και να την ηύρισκα τη Λυγερή στην κρήνη!
Καθώς το περικάλαγε, ηπήγε και την ηύρε.
Στέκει και διαλογίζεται πώς να τήνε ξυπνήσει.
Να τήνε πει γαρούφαλο, κι εκείνο κόμπον έχει.
Να τήνε πει τραντάφυλλο, κι εκείνο αγκύλια ν-έχει.
Να τήνε πει βασιλικό, στην κοπριά φυτρώνει.
– Ας τήνε πω σαν πού[16] ‘ξερα, σαν πού ‘μουν μαθημένος.
Άσπρη παπίτσα του γιαλού και πάχνη του χειμώνα
και δρόσο του καλοκαιριού, ξύπνα γλυκιά μου αγάπη!
Όνειρον είδα, Λυγερή, κι ήρτα να το ξηγήσεις.
Μέσα σε όρη βρίσκομαι και σ’ άγγουροι[17] μπαξέδες.
– Τα όρη είναι χωρισά και θ’ αποχωριστούμε
και τ’ άγγουρα δαμάσκηνα ‘ν’[18] άλλη γυναίκα παίρνεις!
– Εγώ παντρεύομ’, Λυγερή, κι ήρτα να σε καλέσω.
Θέλεις κουμπάρα να γενείς, τα στέφανα να πιάσεις;
Θέλεις νερό να κουβαλείς, να πίν’ οι καλεσμένοι;
– Εγώ νερό δεν κουβαλώ, να πίν’ οι καλεσμένοι.
Εγώ κουμπάρα θα γενώ, τα στέφανα να πιάσω.
Φεύγει και πά’ στο σπίτι της κλαμένη, βουρκωμένη.
Δίνει κλοτσά του φορτσεριού,[19] δίχως κλειδιά κι ανοίγει.
Κι η μάνα της την αρωτά κι ο κύρης τήνε λέγει.
– Μωρή λωλή, μωρή τρελή, μωρή ξεμυαλισμένη![20]
– Τον αγαπώ παντρεύουνε κι ήρτε να με καλέσει.
Θέλει κουμπάρα να γενώ, τα στέφανα να πιάσω,
θέλει νερό να κουβαλώ, να πίν’ οι καλεσμένοι,
μα ‘γώ νερό δεν κουβαλώ, να πίν’ οι καλεσμένοι.
Εγώ κουμπάρα θα γενώ, τα στέφανα να πιάσω.
Κάνει τα στέφανα αργυρά και τα κεριά ασημένια.
Τρεις μέρες ηχτενίζουταν και με τις νύχτες έξι.
Βάνει τον ήλιον πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
τα χουχουλίδια[21] του γιαλού τα βάνει δαχτυλίδια,
τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι.
Βάνει τρεις βάγιες από μπρος, τρεις βάγιες από πίσω
και μέσ’ στη μέση η Λυγερή, να μην την κάψει ο ήλιος.
Κι η μάνα της την ήλεγε κι η μάνα της τη λέει:
– Άντε μου, κόρη, στο καλό, άντε με την ευχή μου!
Κουμπάρα ‘γώ σ’ απόστειλα, νύφη να πά’ να γένεις!
Παπάς τηνέ ‘δε κι ήσφαλε, διάκος τα γράμματά του
και τα μικρά διακόπουλα ήχασαν τα χαρτιά τους.
– Παπά, κι αν είσαι χριστιανός και α’ σηκώνεις κι άγια,
παράγειρε τα στέφανα και βάλ’ τα στην κουμπάρα.
Παπάς ηυρέθη χριστιανός κι ησήκωνε και άγια,
παράγειρε τα στέφανα και τά ‘βαλ’ στην κουμπάρα.
Κι η νύφη απ’ τα νυφάτα[22] της αυτό το λόγο λέγει:
– Άντε, μάνα, να φύγομε και όνειρο το είδα,
χρυσόν αετό με δίνανε κι εκείνη με τον πήρε.
Πάρ’ τηνε, Γιάννη, πάρ’ τηνε, με γεια σου, με χαρά σου!
Ούλοι να φάν’ στο γάμο σου κι εγώ τα κόλλυβά σου! [23]
Η παραλλαγή αυτή, με 64 στίχους, είναι η μακροσκελέστερη από όλες τις ερυθραιώτικες. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Νίκου Ε. Μηλιώρη Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, μέρος Β΄ – Λαογραφικά, Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1965, σελ. 288-290. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πολλά από τα τραγούδια που κατέγραψε στο πολύτιμο βιβλίο του τα πληροφορήθηκε από τη μητέρα του Αργυρώ Μηλιώρη.
Τούτη η βουρλιώτικη παραλλαγή παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από την προηγούμενη. Ξεκινά με τις πλουσιότατες ετοιμασίες του γάμου του Γιάννη, ο οποίος όμως είναι «κλαμένος, βουρκωμένος». Σαν τον ρωτά η μάνα του για την αιτία του σεκλετιού του, εκείνος παραπονιέται πως, ενώ κάλεσαν κόσμο και ντουνιά στο γάμο, δεν προσκάλεσαν «την παλιά του γιαβουκλού». Η μάνα του προτείνει να σπεύσει με το άλογο και να την προσκαλέσει. Καθ’ οδόν παρακαλούσε να τη βρει κοιμισμένη στη βρύση και σκεφτόταν με ποιον τρυφερό τρόπο θα την ξυπνήσει. Την ξυπνά αποκαλώντας την «άσπρη παπίτσα του γιαλού και πάχνη του χειμώνα και δρόσο του καλοκαιριού» και της ζητά να του εξηγήσει ένα παράξενο όνειρο που είδε.
Η Λυγερή κατάλαβε πως παντρολογιέται ο καλός της, ο οποίος ανενδοίαστα την προσκαλεί για κουμπάρα ή για τραπεζοκόμο στο γάμο. Δέχεται να γίνει κουμπάρα και ετοιμάζεται όπως στην προηγούμενη παραλλαγή. Επί πλέον, εδώ φορεί πολλά κοσμήματα και συνοδεύεται για προστασία και μεγαλοπρέπεια από έξι θεραπαινίδες, ενώ η μάνα της την κατευοδώνει με την ευχή «νύφη να πά’ να γένεις!» Η εξέλιξη στην εκκλησία είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη παραλλαγή. Στο τέλος, εμφανίζεται η παρατημένη νύφη, που δηλώνει στη μάνα της πως είδε σημαδιακό όνειρο με την αποτυχία του γάμου της. Φαινομενικά συγκατατίθεται στην απροσδόκητη τροπή του γάμου, αλλά συντετριμμένη καταριέται τον Γιάννη με μια βαριά κατάρα: «Ούλοι να φάν’ στο γάμο σου κι εγώ τα κόλλυβά σου!»
Κύρια πρόσωπα σ’ αυτήν την παραλλαγή του τραγουδιού είναι η Λυγερή και ο Γιάννης, ο οποίος παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο. Σε δεύτερη μοίρα, αλλά με βασική συμμετοχή, εμφανίζονται οι μητέρες του Γιάννη και της Λυγερής, ο ιερέας, καθώς και η εγκαταλειφθείσα νύφη, η οποία κλείνει με δυσάρεστο τρόπο το τραγούδι.
3. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ
Τρίτη παραλλαγή από τα Βουρλά
Μέσ’ την αυλή της κάτανε[24] κι εκέντα το πλουμί[25] της.
Διψάνε τ’ αχειλάκια της νερό του φιλημάτου.
Στο δρόμο που ηπάγαινε, το Θιο περικαλούσε.
– Θιε μου, και να τον ηύρισκα τον αγαπώ στη βρύση!
Ήδωκε ο Θιος κι η τύχη της, το δόλιο ριζικό της,
κι ηύρε τον αγαπητικό στη βρύση πλαγιασμένο.
– Και τι τραγούδι να τον πω, για να τόνε ξυπνήσω;
Να τόνε πω τραντάφυλλο, κι εκείν’ αγκάθια ν-έχει.
Να τόνε πω γαρούφαλο, στην κοπριά φυτρώνει.
Ας τόνε πω σαν πού ‘ξερα, σαν πού ‘μουν μαθημένη.
– Ξύπνα, τρανταφυλλένιε μου και πάχνη του χειμώνα
και δρόσο του καλοκαιριού και ήλιε της ημέρας!
Ξυπνά κι αναντραλίζεται,[26] βαρ’ όνειρο τον ‘φάνη.
– Γλέπει πως τον παντρεύανε και πως τον προξενούνε
και με προσκάλεσε κι εμέ κουμπάρα για να γένω.
Κλοτσά δίνει την πόρταν της, κλοτσά του σεντουκιού της.
Μάνα της σαν την είδε πια, πολύ τη βαροφάνη.
– Κόρη, πεινάς; Κόρη, διψάς; Κόρη ρούχα δεν έχεις;
– Ούτε πινώ ούτε διψώ ούτε ρούχα δεν έχω.
Τον αγαπώ παντρεύουνε και με τον προξενούνε
και με προσκάλεσε κι εμέ κουμπάρα για να γένω.
Βάνει την κούπα το σουλμά,[27] κούπα το κοκκινάδι,
βάνει τον ουρανό μαντή,[28] τη θάλασσα καβάδι,[29]
τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι,
τα κοχλαδάκια[30] του γιαλού βάνει δαχτυλιδάκια.
Παπάδες σαν την είδανε, ‘χάσαν τα γράμματά τους
και τα μικρά ψαλτόπουλα ‘χάσαν τη ψαλμουδιά τους.
– Παπά, κι αν είσαι χριστιανός κι αν είσαι βαφτισμένος,
πάρ’ απ’ αυτή τα στέφανα και βάλ’ τα στην κουμπάρα!
Παπάς ήτανε χριστιανός, ήταν και βαφτισμένος,
πήρ’ απ’ αυτή τα στέφανα και τά ‘βαλ’ στην κουμπάρα.
Κι αυτή η παραλλαγή (31 στίχοι) δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Νίκου Ε. Μηλιώρη Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, μέρος Β΄ – Λαογραφικά, Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1965, σελ. 290-291.
Ο καταγραφέας της Νίκος Μηλιώρης αναφέρει ότι είναι συντομότερη από την δεύτερη. Όμως αυτή η παραλλαγή έχει στην αρχή διαφορετική υπόθεση, με αντιμετάθεση ρόλων. Μια κόρη, καθώς κεντούσε, δίψασε και θυμήθηκε τον καλό της με τα γλυκά του φιλιά. Πηγαίνοντας στη βρύση, ευχήθηκε να τον συναντήσει. Πράγματι, ο νέος κοιμόταν κι η κόρη τον ξυπνά με τρυφερά γλυκόλογα, πολύ ποιητικά. Αυτός, παραζαλισμένος από όνειρο, την προσκαλεί αμέσως για κουμπάρα στον γάμο του. Εκείνη, απογοητευμένη από τις δηλώσεις του περί γάμου και κουμπαριάς, γυρνά στο σπίτι της και αναφέρει το συμβάν στη μάνα της. Η περαιτέρω εξέλιξη είναι όμοια με τις προηγούμενες παραλλαγές. Η κόρη στολίζεται με τέτοιο τρόπο που σαγηνεύει τους πάντες και ο γαμπρός την παντρεύεται πάραυτα.
Κύριους ρόλους έχουν η κόρη και η μάνα της, ο αγαπημένος της και ο παπάς, όπως σε όλες τις παραλλαγές. Ονόματα προσώπων δεν αναφέρονται καθόλου.
4. ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ
Τέταρτη παραλλαγή από τα Βουρλά
Μια λυγερή καθόντανε κι ηκέντα το πλουμί της.
Ήσπασεν η βελόνα της, τσακίστη κι η κλωστή της
και δίψασε τ’ αχείλι ντης νερό του φιλημάτου.
Παίρνει το χρυσολάηνο στη βρύση να πηγαίνει.
Στο δρόμο που επήγαινε, το Θιο περικαλούσε.
– Ω, Θε μου, να ντον ηύρισκα τον αγαπώ στη βρύση!
Ήδωσ’ ο Θιος κι η μοίρα της στη βρύση να κοιμάται.
– Να ντόνε πω βασιλικό, στην κοπριά φυτρώνει.
Να ντόνε πω τραντάφυλλο, και κείνο αγκυλώνει.
Να ντόνε πω γαρούφαλο, και κείνο κόμπους έχει.
Να ντόνε πω ‘πως ήξερα, ‘πως ήμουν μαθημένη.
– Σήκω, λαλέ,[31] σήκω, ξυπνέ, σήκω, γλυκιά μ’ αγάπη!
Κι αμέσως ησηκώθηκε, τη λυγερή αγκαλιάζει.
Το παραπάνω τραγούδι της Λυγερής τραγούδησε, κατά τη δεκαετία του 1980, η Βουρλιωτίνα Βούλα Γκιζάνη, μαζί με άλλα αστικά «βουρλιώτικα» τραγούδια εποχής, στην αξέχαστη συγγραφέα Νίτσα Παραρά – Ευτυχίδου, η οποία μου χάρισε εκείνη την κασέτα.
Αυτή η τέταρτη βουρλιώτικη παραλλαγή είναι ελλιπής (μόνο 13 στίχοι). Το παρόν κείμενο αποτελεί το πρώτο μέρος της τρίτης παραλλαγής και φαινομενικά δεν έχει σχέση με τα τραγούδια της Κουμπάρας, αφού θυμίζει περισσότερο οποιοδήποτε ερωτικό τραγούδι.
5. ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΒΡΟΝΤΑΔΟΥΣΑΙΝΑ
Παραλλαγή από τον Ρεΐσντερε της Ερυθραίας
Μια
κόρη Βρονταδούσαινα[32]
ύφαινε κι ηξεφαίνε.[33]
Κιλαηδισμός τ’ αργαστηριού κι ο χτύπος του χτενιού της,
πουλάκι πήγε κι ήκατσε πάνω στο ξυλοχτένι.
Δεν ηκιλάδειε σαν πουλί ούτε σα χιλιδόνι,
μόνου κιλάδειε κι ήλεγε ανθρωπινή μιλίτσα:
– Χριστέ, και νά ’σπανε η οτρά,[34] να
φθείρει το μασούρι!
Κι η κόρη ηραθύμησε,[35]
βγαίνει στο παραθύρι,
βλέπει τση χήρας τον υγιό στ’ άλογο καβαλάρη.
– Εμέ, κόρη, παντρεύουνε κι άλλη κόρη μού δίνουν
κι α’ θέλεις και χρειάζεσαι, κουμπάρα για να γίνεις.
Ήπιασε
κι ηστολίζουνταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά της.
Παπάδες
σαν την είδανε, ηχάσαν τα νερά[36] ντως
και τα μικρά ψαλτόπουλα χάσαν την ψαλμουδιά ντως.
– Παπά, κι αν είσαι χριστιανός κι αν είσαι βαφτισμένος,
παράγειρε τα στέφανα και βάρ’ τα[37] στην
κουμπάρα.
Κι
η μάνα τζης ηστέκουνταν όξω στο σταυροδρόμι.
– Καλώς τηνα την κόρη μου, την αξιοτιμημένη,
κουμπάρα τήνε ‘πόστειλα και νύφη κατεβαίνει!
Την παραλλαγή αυτή (20 στίχοι) τραγουδά στον ψηφιακό δίσκο της Δόμνας Σαμίου «Παραλογές» (cd Β4) η Ρεϊσντεριανή Μαρία Κουσκούση, σε ηχογράφηση του 1973, που έγινε στο χωριό Άγιος Δημήτριος (Λέρα) Λήμνου, όπου κατοικούν σχεδόν αποκλειστικά πρόσφυγες από το ελληνικό χωριό Ρεΐσντερε της Ερυθραίας.
Η παραλλαγή ξεκινά με μια πολύ όμορφη σκηνή, συνηθισμένη στην παλιά εποχή. Μια κόρη υφαίνει σ’ ωραίο αργαλειό κι ένα πουλί -ο γνωστός αγγελιοφόρος των δημοτικών τραγουδιών- εύχεται να σπάσει η κλωστή, για να σταματήσει η κόρη τη δουλειά της και να βγει στο παραθύρι. Από εκεί βλέπει «τση χήρας τον υγιό», τον παλιό αγαπητικό της, που την καλεί για κουμπάρα στο γάμο του. Τα υπόλοιπα είναι ίδια με τις άλλες παραλλαγές (εξαιρετικός στολισμός, καταπληκτική εντύπωση και μεταστροφή του γαμπρού στην πεντάμορφη Βρονταδούσαινα). Πολύ σημαντικοί οι τρεις τελευταίοι στίχοι, που προβάλλουν την υπέρμετρη, αλλά εύλογη χαρά της μάνας για τον γάμο της κόρης της.
Το τραγούδι προφανώς είχε περισσότερους στίχους που δεν μας διέσωσε η Κουσκούσαινα, περίφημη τραγουδίστρια ρεϊσντεριανών τραγουδιών. Ο τίτλος Μια κόρη Βρονταδούσαινα μάς οδηγεί να υποθέσουμε τη χιώτικη προέλευση του τραγουδιού. Εξ άλλου, είναι ιστορικά εξακριβωμένος ο εποικισμός της Ερυθραίας, ιδίως των δυτικών τμημάτων της, όπως ο Ρεΐσντερες, κατά εποχές και για διάφορους λόγους, από Χιώτες εποίκους.
6. ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥΣΑΙΝΑ
Παραλλαγή από την Αγία Παρασκευή (Κιόστε) της Ερυθραίας
Μια κόρη Κυπριανούσαινα[38] ύφαινε κι ετραγούδει.
Κελαδισμός τ’ αργαστηριού[39] και χτύπος του χτενιού της,
πουλάκι πήε κι έκατσε εις το ξυλόχτενό της.
Δεν κελαδούσε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι,
μόν’ κελαηδούσε κι ήλεγε μ’ ανθρώπινη μιλίτσα.
– Χριστέ, να ράιζ’ η οτρά, νά ‘σπαζε το μασούρι
κι η κόρη ν’ αραθύμιζε, να βγει στο παραθύρι!
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι ήσπασε το μασούρι
κι η κόρη αραθύμησε κι ήβγε στο παραθύρι.
Βλέπει της χήρας τον υιόν στο μαύρο καβαλάρη.
– Να τόνε πω βασιλικό, στην κοπριά φυτρώνει.
Να τόνε πω γαρύφαλο, κι εκείνο κόμπους έχει.
Να τόνε πω της χήρας γιο, ‘πως είμαι μαθημένη.
Καλώς της χήρας τον υιόν, στον μαύρο καβαλάρη!
– Καλά να σ’ εύρω, λυγερή, με θλιβερά μαντάτα.
Απόψε με παντρεύουνε κι άλλη κόρη μού δίνουν
κι αν θέλεις και επιθυμείς, τα στέφανα να πιάσεις.
Παίρνει τα μάτια κλαίγοντας, στη μάνα της πηγαίνει.
– Τι έχεις, κόρη μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις;
– Τον αγαπώ παντρολογούν κι άλλη κόρη τού δίνουν
κι αν θέλω κι αν χρειάζομαι, τα στέφανα να πιάσω.
– Αν έχεις πόδια να σταθείς, γόνατα να κουράρεις[40]
κι αν έχεις και χεροδάχτυλα, τα στέφανα να πιάσεις.
Ήμπαινε κι ηστολίζονταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι.
Παίρνει τρεις βάγιες ‘πό μπροστά, τρεις βάγιες από πίσω,
τον ήσκιο-ήσκιο διάβαινε, μην την μαυρίσει ο ήλιος.
Παπάς την είδε κι ήσφαλε, διάκος υπερεσφάλει[41]
και τα μικρά διακόπουλα έχασαν τα χαρτιά τους.
Κι η κόρη ‘πολογήθηκε, τούτο το λόγο λέγει:
– Ψάλλε, παπά, σαν που ‘ψαλλες, διάκο, μην περεσφάλλεις
κι εσείς, μικρά διακόπουλα, εύρατε τα χαρτιά σας.
– Παπά, αν είσαι χριστιανός, αν είσαι βαφτισμένος,
παράτησε τα στέφανα και βάλ’ τα στης κουμπάρας.
Κι η μάνα της την έβλεπε από το παραθύρι.
– Καλώς τηνε την κόρη μου την ωριοπλουμισμένη,
κουμπάρα την απέστειλα, νύφη μού κατεβαίνει!
Τούτη η αγιαπαρασκευούσικη παραλλαγή (38 στίχοι) είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του Γιάννη Δ. Αικατερίνη Χαμένες Πατρίδες – Το χωριό μας η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε), 1760-1922, Εκδόσεις Μπαλτά και «Ανατολής Ίχνη», Β΄ έκδοση, Αθήνα 2017, σελ. 237-238. Ο συγγραφέας παραθέτει επίσης την ακόλουθη πληροφορία: «Κι αυτή [τη ρίμα] την τραγουδούσαμε όπως τον προηγούμενο σκοπό [της σελ. 234] και τη χορεύαμε επίσης σε χρόνο 6/8.»
Η παραλλαγή ξεκινά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως της Βρονταδούσαινας, όμως με άλλο όνομα της κόρης (Κυπριανούσαινα). Κατά τα άλλα, η εξέλιξη είναι ίδια, αλλά με περισσότερους στίχους, που έχουν στοιχεία και από τις βουρλιώτικες παραλλαγές. Και εδώ, η κόρη, με τη συμβουλή της μάνας της, ξανακερδίζει τον άπιστο καλό της, οπλισμένη με ανυπέρβλητη ομορφιά.
7. ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΚΥΠΡΙΑΝΟΥΣΑΙΝΑ
Παραλλαγή από τα Αλάτσατα της Ερυθραίας
Μια Μικροκυπριανούσαινα έφαινε κι ητραγούδειε
και στο ξυλοχτενάκι τσης πουλάκι ήκατσένε.
Δεν ηκελάδειε σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι,
μόν’ ηκελάδειε κι ήλεγε μ’ αθρωπινή λαλίτσα.
– Κόρη μ’, ο γιος παντρεύγεται κι άλλη γυναίκα παίρνει
κι αν θες και τα χρειάζεσαι, κουμπάρα για να γένεις.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
τα λιλαδάκια[42] του γιαλού αργυροδαχτυλίδια.
Παπάς την είδε κι ήσφαλε, δεσπότης δαιμονίστη
και τα καλογερόπουλα χάσαν τα λοϊκά ντως
και τα μικρά διακόπουλα χάσαν τα γράμματά ντως.
– Παπά μ’, αν είσαι χριστιανός κι αν είσαι βαφτισμένος,
παράγειρε τα στέφανα και στην κουμπάρα βάν’ τα.
Κι η μάνα της αγνάντευε ψηλά αφ’ το παραθύρι.
– Καλώς τηνα την κόρη μου τη μορφοπλουμισμένη,[43]
κουμπάρα την ξαπόστειλα, νύφη μού κατεβαίνει!
Την ανωτέρω παραλλαγή (17 στίχοι) μου απήγγειλε στη δεκαετία του 1990 η διάσημη Αλατσατιανή τραγουδίστρια Κλεονίκη Τζοανάκη, με την παρατήρηση ότι το στιχούργημα αυτό το έλεγαν σαν ρίμα (απαγγελία) και δεν έχει μουσικό σκοπό. Επίσης η πληροφορήτρια μού δήλωσε πως το τραγούδι έχει κι άλλους στίχους, που δεν τους θυμόταν πια. Το είχε μάθει από τη μάνα της Λουλουδιά Κουρεπίνη.
Αυτή η ελλιπής αλατσατιανή παραλλαγή είναι ίδια με την αγιαπαρασκευούσικη. Συμπεραίνουμε πως τούτος ο τύπος του τραγουδιού επικρατούσε στην περιοχή του Τσεσμέ, όπου βρίσκονται τόσο τα Αλάτσατα, όσο και η Αγια-Παρασκευή και ο Ρεΐσντερες.
Αξίζει να σχολιαστεί η αφιέρωση τριών στίχων με τα αποτελέσματα που είχε η εμφάνιση της Μικροκυπριανούσαινας στους ιερωμένους. Ξελογιάζει, κολάζει και δαιμονίζει όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης (παπά, δεσπότη, διακόπουλα), αλλά και τους μοναχούς (καλογερόπουλα). Στους ανθρώπους της Εκκλησίας δίνεται έμφαση από τον Αλατσατιανό δημοτικό ποιητή, πιθανότατα λόγω της μεγάλης έφεσης των Αλατσατιανών προς το ιερατικό στάδιο.
8. ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ NΥΦΗ
Παραλλαγή από το Μελί της Ερυθραίας
Μια λυγερή βαργκιαρρωστά ενούς[44] αβούρ’[45] αγάπη,
ενούς σγουρού, ενούς ξανθού, ενούς αγγελοµάτη[46]
και τρεις καλές συντρόφισσες πάν’, την παρηγορήσουν.
Η µια της πά’ βασιλικό κι η άλλη αφράτ’ απίδι[47]
κι όπου την αγαπά καλά τα µήλα στο µαντήλι.
Η µια ‘κατσε αγνάντια της, η άλλη στο πλευρόν της
κι όπου την αγαπά καλά εις το προσκέφαλόν της.
Η µια τής εκουβέντιατζε κι η άλλη της εµίλειε
κι όπου την αγαπά καλά γλήγορ’ απολογάται:
– Λέµε ‘εν[48] αγαπήσαµε αγάπη σαν κι εσένα,
µα ‘χαµε σίδερο καρντγκιά,[49] τζιγέργκια[50] µαρµαρένια.[51]
Εµείς κι αν αγαπήσαμε, όµορφοι, άσκηµ’ ήταν,
μα τούτη κι αν εγάπησε, αγγελοµάτης ήταν.
– Να τζεις,[52] να τζεις, συντρόφισσα, µην πας και µου τον πάρεις!
– Να τζω, να τζω, συντρόφισσα, ‘εν είµαι απέ κείνες.
– Να τζεις, να τζεις, συντρόφισσα, ‘α[53] πας ‘α µου τον φέρεις.
– Να τζω, να τζω, συντρόφισσα, ‘α πά’ να σου τον φέρω.
Πάρ’ αλουσιά[54] και λούσε µε, χτένι και χτένισέ µε,
πλέξε µου τα µαλλάκια µου, ‘α πά’ να σου τον φέρω.
Παίρν’ αλουσιά και λούτζει την, χτένι κι εχτένισέ την,
πλέκει και τα µαλλάκια της µ’ ολόχρουσες κορντέλες.
Παίρνει και πά’ και βρίσκει ντον µέσ’ στους ανήλιους κάµπους.
Απέ µακριά τον χαιρετά κι απέ κοντά του λέει.
– Για ποια µου λέεις, λυγερή, για ποια µου κουβεντιάζεις;
– Για την ψηλή, για τη λιγνή, για την αγγελοµάτα,
που σαν γελάσει, πέφτουνε τα ρόδα στην ποδγκιάν της
και τα χρουσά τριαντάφυλλα αφ’ την περπατησιάν της.
– Εµένα µε παντρολογούν κάτω στο σταυροδρόμι
κι αν αγαπά και ρέγεται,[55] κουµπάρα για να γίνει.
Παίρνει και πά’ και λέγει ντης, µε µια καρντγκιά καµµένη:·
– Εκείνον τον παντρολογούν κάτω στο σταυροδρόµι
κι αν αγαπάς και ρέγεσαι, κουµπάρα για να γίνεις!
Σαν πέρντικα χιλιµιντρά,[56] σαν καρντερίνα κλαίει.
Πρωί, πρωί σηκώνεται κι απέ το στρώµα βγκαίνει.
Στο παραθύρι κάθεται, σύρµα µετάξι πλέκει,
να πλέξει τα στεφάνια των, να πά’ τους στεφανώσει.
Παίρνει τα όρη οπίσω της και τα βουνά µπροστά της,
παίρνει και πά’ και βρίσκει ντον µέσ’ στους ανήλιους κάµπους.
Απέ μακριά τον χαιρετά κι απέ κοντά του λέει:
– Μαχαίρι µ’ ασηµίτικο, σπαθί µ’ αλατζαδένιο,[57]
αϊτέ µου χρουσοφτέρουγε, πού πας και δε σε βλέπω;
– Ας σταµατήσουν τα βγκιελιά[58] κι ας µείνουνε οι γάµοι
κι έλ’ ‘α στεφανωθούµε ‘µείς, αγάπη µου µεγάλη!
Aυτή η ενδιαφέρουσα μελιώτικη παραλλαγή είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του Μανώλη Γ. Βαγιανού Μελί Καραπούρνων Ερυθραίας Μικράς Ασίας, Μελί Μεγάρων 1981, σελ. 77-78.
Είναι από τις πιο πλήρεις (43 στίχοι), με ξεχωριστά χαρακτηριστικά και πολύ ωραίες ποιητικές εικόνες. Σε πολλά σημεία μοιάζει με την πρώτη βουρλιώτικη παραλλαγή της Λυγερής και έχει κοινά στοιχεία μ’ εκείνην, όπως η αρρώστια της κόρης από αγάπη, η συγκινητική συμπαράσταση των συντροφισσών της και οι ιδιαίτερες περιποιήσεις τους, ο στολισμός της μιας για να πάει να βρει τον «αγγελομάτη» και η συναισθηματική αντίδραση της Λυγερής, που αποδίδεται με δυο ωραίες παρομοιώσεις, μόλις μαθαίνει ότι ο αγαπημένος της παντρεύεται και την καλή για κουμπάρα.
Το τέλος είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνα των άλλων παραλλαγών, με πολύ γοργή εξέλιξη. Η Λυγερή – κουμπάρα βρίσκει τον νέο που αγαπά «µέσ’ στους ανήλιους κάµπους», σε μέρος άσχημο και δυσάρεστο γι’ αυτήν. Τον προσφωνεί με έντονα λυρικές μεταφορές (μαχαίρι ασηµίτικο, σπαθί αλατζαδένιο, αϊτό χρουσοφτέρουγο) κι ο «αγγελομάτης» διακόπτει το γάμο με την άλλη γυναίκα και παντρεύεται αμέσως τη «μεγάλη αγάπη του».
10. Η ΚΟΥΜΠΑΡΑ
Παραλλαγή από τα Καμπιά της Χίου
Αρκόντου γιος εδιάβαινε στους κάμπους καβαλάρης.
Είχαν τα ρούχα του δροσιά και τα μαλλιά του πάχνη,
κάτω τα φτερνιστήρια[59] του αίμαν από του μαύρου.
Στον δρόμον όπου πήγαινε, στον δρόμον που πηγαίνει,
κόρη ξανθή του ‘πάντηξε[60] πάνω στο σταυροδρόμι.
Από μακριά τήνε θωρεί κι από κοντά της λέει:
– Πρόσεξε, μήλον κόκκινο, μη σε πατήσει ο μαύρος.
– Α’[61] θέλει ο καβαλάρης του, θα με πατήσει ο μαύρος.
– Στανιόν[62] του καβαλάρη του, θα σε πατήσει ο μαύρος.
Κόρ’, α’ δεν περηφανευτείς κι α’ δεν ψηλοκρατιέσαι,[63]
αύριο θέλω να βλοηθώ, τον γάμον μου να κάνω.
Έλα να πιάσεις στέφανα και να γενείς κουμπάρα.
Παίρνει τα μάτια της χλομά, στο σπίτι των επήγε.
– Κόρη, πάλι λωλάθηκες, πάλι δαιμόνιον σ’ ήρθε;
– Μάνα, μήτε λωλάθηκα μήτε δαιμόνιον μ’ ήρθε,
μόνον το νιον που μού ‘λεες, το νιον που μου προξένας,
αύριον θε’ να βλοηθεί, τον γάμον του να κάνει.
Είπε μου, α’ δεν περηφανώ κι α’ δεν ψηλοκρατιέμαι,
να πά’ να πιάσω στέφανα και να γενώ κουμπάρα.
– Άντε, κόρη μου, άλλαξε και ντύσου και χτενίσου.
Βάλε τον ήλιον πρόσωπον και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάλε γατανοφρύδι.
Τρεις μέρες εχτενίζετο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιον πρόσωπον και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει γατανοφρύδι.
Παίρνει τα στέφανα και πά’ για να γενεί κουμπάρα.
Παπάς την είδε κι ήσφαλε, διάκος και μεταστάθη[64]
και τα μικρά ψαλτόπουλα εχάσαν τα χαρτιά τους.
Και ο γαμπρός εμίλησεν αφ’ τα στεφάνια που ‘ταν:
– Παπά, κι αν είσαι χριστιανός κι αν είσαι βαφτισμένος,
μετάστρεψε τα στέφανα και βάλ’ τα στην κουμπάρα!
Η μάνα της εμίλησε με την καρδιάν καμμένην.
– Άντε, κόρη, να φύγομε, στο σπίτι μας να πάμε
κι απόψε τό ’δα τ’ όνειρο πικρό, φαρμακεμένο.
Χρυσόν ατόν[65] σου δώκανε, μ’ άλλη σου τον επήρε.
– Καλώς ήρτεν η κόρη μου η ωριοπλουμισμένη,
κουμπάρα την απόστειλα και νύφη μού την φέραν!
Το χιώτικο τραγούδι της Κουμπάρας δημοσιεύτηκε στο βιβλίο της Ακαδημίας Αθηνών Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (Εκλογή), τόμος Α΄, εν Αθήναις 1962, σελ. 419-420 και προέρχεται από τη συλλογή της Εντβίγκε Λύντεκε Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (Αθήναι 1943-1947, σελ. 88-89). Το ίδιο τραγούδι κατέγραψε επίσης στα Καμπιά και ο Κατωπαναούσης φωτογράφος και λόγιος Περικλής Παπαχατζηδάκης (βλ. Ανδρ. Αξιωτάκη, Περικλής Παπαχατζηδάκης, ο Χιωτομικρασιάτης, έκδ. Φάρου Βαρβασίου, Χίος 1988, σελ. 77-78).
Παραθέτουμε την χιώτικη παραλλαγή, για να φανούν τα πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ αυτής και των ερυθραιώτικων παραλλαγών.
[1] Γλινός: λιγνός.
[2] Τσακιρομάτης: με γαλάζια ή πράσινα μάτια.
[3] Εμαχευτήκα: μτφ. πολεμήσαμε, τσακωθήκαμε.
[4] Τουνής: τουτηνής, αυτής.
[5] Φουμάς: φημίζεις, παινεύεις.
[6] ‘Μολά (ιταλ.): αμολά, αφήνει, παρατά.
[7] Άδολο: ανέρωτο, βαρύ.
[8] Ασπράδι: πέπλο, διάφανο μαντήλι.
[9] Αποσβολώθη: έμεινε άφωνος, κοκκάλωσε.
[10] Κεσκέκι (τουρκ): συνηθέστατο γαμήλιο και πανηγυριώτικο φαγητό της Ερυθραίας, με κρέας ταύρου ή κριαριού, κρεμμύδια και κοπανισμένο σιτάρι.
[11] Πουρκιά: προικιά.
[12] Γιαβουκλού (τουρκ.): αγαπητικιά, ερωμένη.
[13] Σεραπετώσου: βιάσου, επιταχύνου, κινήσου γρήγορα.
[14] Γέμη (και το γέμι, τουρκ.): ζωοτροφή.
[15] Καλικεύει (συντ.): καβαλικεύει.
[16] Σαν που: όπως, έτσι όπως.
[17] Άγγουροι: άγουροι, ανώριμοι.
[18] ‘ν’: είναι.
[19] Φορτσέρι (ιταλ.): μπαούλο, σεντούκι.
[20] Εδώ λείπει τουλάχιστον ένας στίχος που περιέχει την ερώτηση των γονέων.
[21] Χουχουλίδια (και χοχλάδια, χοχλιδάκια): βοτσαλάκια του γιαλού, αλλά και τα μικρά κοχύλια.
[22] Νυφάτα: το νυφοστόλι, η λαμπρότητα της νύφης.
[23] Η παρατημένη νύφη εδώ καταριέται τον Γιάννη να πεθάνει.
[24] Κάτανε: καθόταν.
[25] Πλουμί (λατ.): το κέντημα.
[26] Αναντραλίζεται: ζαλίζεται.
[27] Σουλμάς (τουρκ.): καλλυντικό, φτιασίδι, κρέμα με βάση τον υδράργυρο.
[28] Μαντή: κατ’ άλλους μελετητές, μανδύας και κατ’ άλλους μαντήλι, πέπλο.
[29] Καβάδι (βυζ.): πολυτελές ποδήρες φόρεμα, ανοιχτό μπροστά, εν είδει ρόμπας.
[30] Κοχλαδάκια: (και κοχλάδια, κοχλιδάκια): βοτσαλάκια του γιαλού, αλλά και τα μικρά κοχύλια.
[31] Λαλές (τουρκ.): στα μέρη της Ερυθραίας, η λέξη δηλώνει αλλού την παπαρούνα, αλλού την ανεμώνα και αλλού την τουλίπα.
[32] Βρονταδούσαινα: από τον Βροντάδο της Χίου.
[33] Ηξεφαίνε: ξύφαινε, ξήλωνε το υφαντό της.
[34] Οτρά (τουρκ.): κλωστή.
[35] Ηραθύμησε (αραθυμώ, αραθυμίζω): δυσανασχέτησε, εκνευρίστηκε.
[36] Τα νερά ντως: τα ιερά τους.
[37] Βάρ’ τα: βάλε τα.
[38] Κυπριανούσαινα: Κυπριωτοπούλα.
[39] Αργαστήρι: ο αργαλειός στα ιδιώματα της Δυτικής Ερυθραίας.
[40] Να κουράρεις: να ξεκουράσεις, να φροντίσεις.
[41] Υπερεσφάλει: ξεπέρασε τα όρια, έκανε σοβαρό παράπτωμα.
[42] Λιλαδάκια, λιλιδάκια: βοτσαλάκια του γιαλού, αλλά και τα μικρά κοχύλια, κοχλαδάκια, χουχουλίδια.
[43] Μορφοπλουμισμένη: ομορφοστολισμένη, πολυτελώς ντυμένη.
[44] Ενούς: ενός, μιανού.
[45] Άβουρος: άγουρος, νεαρός, παλληκάρι.
[46] Αγγελοµάτης: με μάτια σαν των αγγέλων, πεντάμορφος.
[47] Απίδι: αχλάδι. Στην Ερυθραία αχλάδια και αχράδια έλεγαν τα αγραπίδια, τα γκόρτσα, ενώ απίδια τα αχλάδια (όπως στα αρχαία ελληνικά).
[48] ‘εν: δεν (Δυτική Ερυθραία).
[49] Καρντγκιά: καρδιά (μελιώτικο ιδίωμα).
[50] Τζιγέργκια (τουρκ.): τζιέρια, σπλάχνα (μελιώτικο ιδίωμα).
[51] Ο στίχος φανερώνει τη γερή ιδιοσυγκρασία που είχαν οι τρεις συντρόφισσες για να αντιμετωπίσουν τα βάσανα της αγάπης.
[52] Τζεις: ζεις. Στο μελιώτικο ιδίωμα, είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τζιτακισμός, δηλαδή η προφορά το φθόγγου ζ ως τζ.
[53] ‘α: να, αλλά και θα (Δυτική Ερυθραία).
[54] Αλουσιά: αλισίβα, σταχτόνερο. Καθάριζε πολύ καλά τα ρούχα, τα μαλλιά, τα πιατικά κλπ.
[55] Ρέγεται: ορέγεται, επιθυμεί.
[56] Χιλιµιντρά: χλιμιντρίζει. Εδώ, μεταφορικά, κάνει θόρυβο.
[57] Αλατζαδένιο: πολύχρωμο, στικτό, ομορφοστολισμένο.
[58] Βγκιελιά: βιολιά.
[59] Φτερνιστήρια: εξάρτυση του αλόγου.
[60] Του ‘πάντηξε (‘παντώ): τον συνάντησε.
[61] Α’: αν.
[62] Στανιόν: με το ζόρι, με την πίεση.
[63] Ψηλοκρατιέσαι: ψωροπερηφανεύεσαι.
[64] Μεταστάθη: άλλαξε θέση, έχασε τη σειρά του.
[65] Ατόν: αϊτό.