ΠΕΡΓΑΜΟΣ, ΠΡΩΤΗ ΑΣΙΑΣ




Το προελληνικό όνομα της Περγάμου οφείλεται στην οχυρή θέση της ακροπόλεως, ύψους 335 μ., όπου χτίστηκαν τα πρώτα μικρά φρούρια για την προστασία της κοιλάδας του ποταμού Καΐκου. Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα burg δηλώνει τον πύργο, το φρούριο, το οχυρό. Σχετικά είναι τα αγγλοσαξονικά ονόματα κάστρων (π. χ. Σάλτσμπουργκ, Κένιξμπεργκ, Αμβούργο), τα λατινογενή Μπέργκαμο και μπόργκο (χωριό-οχυρό), τα ελληνικά Πέργη (οχυρή πόλη κοντά στην Αττάλεια), πύργος, πέργαμα και Πέργαμον (ομηρικό όνομα του κάστρου της Τροίας, αλλά και χωριών στην Κύπρο και την Κρήτη).
 
    Η Πέργαμος από ασήμαντο χωριό με μικρό κάστρο έμελλε να γίνει, από ένα τυχαίο γεγονός, μια από τις ενδοξότερες πόλεις της ανθρωπότητας και «πρώτη Ασίας». Το 283 π.Χ. ένας από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, βρισκόταν σε πόλεμο με τους επίσης διαδόχους Σελευκίδες της Συρίας και ανέθεσε στο στρατηγό του Φιλέταιρο τη φύλαξη θησαυρού 9.000 ταλάντων. Ο πονηρός Παφλαγών στρατηγός μετέφερε τα χρήματα στο απομακρυσμένο κι άσημο έως τότε Πέργαμον της Αιολίδας και τα οικειοποιήθηκε, μόλις σκοτώθηκε ο αφέντης του (281 π.Χ.). Έτσι έγινε ο ιδρυτής της περίφημης δυναστείας των Ατταλιδών, που βασίλεψε στη Δυτ. Μικρασία και στο Αιγαίο μέχρι το 133 π.Χ. Στο μικρό αυτό διάστημα των 150 ετών η Πέργαμος κατέστη ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά και πνευματικά κέντρα του τότε κόσμου, άξια διάδοχος της Αθήνας, αλλά και ισχυρή αντίζηλος της Αλεξάνδρειας σε καλλιτεχνική και πνευματική ανάπτυξη.
  
   Η πόλη είναι κτισμένη στις νότιες απολήξεις του όρους Πήνδασος (τουρκ. Μανταρά νταγ), ανάμεσα σε δυο ποτάμια, τον Κητειό (τουρκ. Κεστέλ τσάι) και το Σελινούντα (τουρκ. Μπόκλουτζα ή Μπέργκαμα τσάι), και ελέγχει την αιολική περιοχή της Τευθρανίας, δηλαδή την πλούσια πεδιάδα του Καΐκου ποταμού (Μπακίρ τσάι).
   
    Οι Ατταλίδες έχτισαν τα παλάτια τους και τα ιερά των θεών πάνω στην ακρόπολη, σε θέση εξόχως στρατηγική και περίβλεπτο. Η πόλη απλώθηκε στις νότιες πλαγιές, αλλά σταδιακά επεκτάθηκε προς τον Σελινούντα και προς την πεδιάδα, όπου βρίσκεται και σήμερα. Απέχει 28 χλμ. από τη θάλασσα και επίνειό της ήταν η αιολική πόλη Ελαία, αν και οι αρχαίες μαούνες έφταναν μέσω του πλωτού Καΐκου ως τα κράσπεδα της Περγάμου. 
   Κατά τη βασιλεία του Ευμένους Α΄ (263-241 π.Χ.) τέθηκαν οι βάσεις της καλλιτεχνικής και πνευματικής ακμής. Ο Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (241-197), αφού νίκησε τους τρομερούς Γαλάτες (Κέλτες) που επέδραμαν στη Μικρασία και τους απώθησε στο εσωτερικό της (στη λεγόμενη Γαλατία ή Γαλλογραικία, δηλ. στην περιοχή της Άγκυρας), υπήρξε ουσιαστικά ο θεμελιωτής του περγαμηνού μεγαλείου. Επέκτεινε το κράτος, έχτισε τα περίλαμπρα ιερά (π.χ. το βωμό του Διός και το τέμενος της Αθηνάς) και οργάνωσε την ξακουστή βιβλιοθήκη με τους 200.000 τόμους, που περιείχαν του κόσμου τη σοφία. Στην ακρόπολη της Αθήνας αφιέρωσε τέσσερις σειρές χάλκινων αγαλμάτων, έργα των Περγαμηνών γλυπτών Ισιγόνου και Αντιγόνου. Στα χρόνια της βασιλείας του Ευμένους Β΄ (197-159), η Πέργαμος εξουσιάζει ολόκληρη τη Μικρασία δυτικά του Άλυος ποταμού (Κιζίλ Ιρμάκ), τη Θράκη και το Αιγαίο, προκαλεί το φθόνο των Ελλήνων, αλλά και δοξάζει τον Ελληνισμό με την πολιτιστική ακτινοβολία της. Ο Ευμένης Β΄ δώρισε στην Αθήνα την ομώνυμη στοά, που οδηγεί από το Ηρώδειο στο θέατρο Διονύσου, και στην εποχή του τελειοποιήθηκε η πασίγνωστη περγαμηνή ως γραφική ύλη. Ο Άτταλος Β΄ ο Φιλάδελφος (159-138) υπήρξε μέγας «κτίστης» κι άνθρωπος του πνεύματος. Ίδρυσε, μεταξύ άλλων, τις περίφημες μικρασιατικές πόλεις Αττάλεια, Φιλαδέλφεια, Ιεράπολη και Στρατονίκεια, έχτισε τη στοά Αττάλου στην Αθήνα κι έκανε την πόλη του παγκόσμιο πνευματικό κέντρο, συναγωνιζόμενο την αλεξανδρινή μεγαλούπολη. Ο τελευταίος Ατταλίδης, ο θαυμαστής της Ρώμης Άτταλος Γ΄ (138-133), αν και βαθιά μορφωμένος, ήταν ψυχοπαθής. Άφησε με διαθήκη κληρονομιά στους Ρωμαίους το απέραντο και ισχυρό βασίλειό του. Ο ανιψιός του Αριστόνικος παρακίνησε μάταια τους Περγαμηνούς σε επανάσταση κι έτσι το 130 π.Χ. η Πέργαμος κι η Δυτική Μικρασία γίνονται πλέον ρωμαϊκή κτήση, η πρώτη στην Ανατολή. Οι Ρωμαίοι μεταφέρουν την έδρα της διοίκησης στην Έφεσο, αλλά η Πέργαμος εξακολουθεί να ακμάζει, κυρίως στο χώρο του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης.
    Το 88 π.Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ξεσηκώνει όλο τον Ελληνισμό εναντίον των καταπιεστών Ρωμαίων. Οι πρόσκαιρες νίκες των Ελλήνων και η γενική σφαγή των Λατίνων της Μικρασίας δεν άλλαξαν την κατάσταση. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας εξόντωσε τους επαναστάτες και η ρωμαϊκή κατοχή έγινε ακόμη βαρύτερη, με σκληρές τιμωρίες, καταστροφές πόλεων και λεηλασίες έργων τέχνης που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Η Πέργαμος πλήρωσε τη συμμετοχή της, χάνοντας μεγάλο μέρος των καλλιτεχνικών θησαυρών της.

   Καθ’ όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων (30 π.Χ. - 323 μ.Χ.), η Πέργαμος δέχτηκε τη φροντίδα των Ρωμαίων, άκμασε πολύ κι αγαπήθηκε από πολλούς αυτοκράτορες, που τη στόλισαν με ωραία κτίρια και καλλιτεχνήματα. Είναι από τις πρώτες που δέχτηκαν το Χριστιανισμό. Ο «θρόνος του διαβόλου» έγινε ένας από τους επτά αστέρες της Αποκαλύψεως και σεμνύνεται για δεκάδες μάρτυρες του αγιολογίου μας, όπως ο προστάτης της και πρώτος επίσκοπος Αντίπας, οι άγιοι Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθονίκη κ.ά. Με την επιβολή της νέας θρησκείας καταστρέφονται συστηματικά τα αρχαία ιερά και τα περισσότερα έργα τέχνης που στόλιζαν τη θαυμάσια πόλη. Τα γλυπτά γίνονται ασβέστης, οι μεγάλοι ναοί μετατρέπονται σε εκκλησίες, οι κίονες μεταφέρονται στη Βασιλεύουσα, οι κερκίδες των θεάτρων κι οι βωμοί εντοιχίζονται στα θεμέλια και στα μπεντένια των βυζαντινών κάστρων. Παρ’ όλα αυτά, η Πέργαμος μέχρι σήμερα είναι η πιο χαρακτηριστική ελληνιστική πόλη που σώζεται στη Μεσόγειο.
   Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, όπως και αργότερα, η πολυάνθρωπη Πέργαμος (από 100.000 έως 200.000 υπολογίζονται οι κάτοικοί της τότε) παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην άμυνα και στην οικονομία της Δυτ. Μικρασίας, επειδή οι χερσαίοι δρόμοι Κων/πόλεως-Σμύρνης-Εφέσου περνούν υποχρεωτικά απ’ αυτήν. Αποτελεί βασικότατο στρατιωτικό κέντρο των νευραλγικών θεμάτων Οψικίου (Βιθυνία, Μυσία) και Θρακησίων (Αιολίδα, Ιωνία, Λυδία). Οι αραβικές επιδρομές (670, 716) κι οι σεισμοί την ρημάζουν. Αυτή την εποχή η πόλη έχει ισχυρή αρμένικη παροικία, που ανεβάζει στο θρόνο του Βυζαντίου τον ασήμαντο αυτοκράτορα Βαρδάνη Φιλιππικό (711-713). Το 716-717 η Πέργαμος αποτελεί ισχυρότατη βάση των Αράβων, που έχουν καταλάβει σχεδόν ολόκληρη τη Μικρασία κι από εδώ απειλούν την Πόλη. Όμως με την υπέρλαμπρη νίκη του αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, η Βασιλεύουσα και η Δυτ. Μικρασία απαλλάσσονται οριστικά από τον αραβικό κίνδυνο.
   Ακολουθούν τρεις αιώνες μικρής ανάπτυξης και η πόλη είναι κατά παράδοση μέγα ιατρικό και ρητορικό κέντρο του Βυζαντίου. Γύρω στα 1080 εμφανίζονται οι πρώτοι Τουρκομάνοι νομάδες στην Αιολίδα, που κατακλύζουν με τα κοπάδια τους την ύπαιθρο και ρημάζουν τις σοδειές, στραγγαλίζοντας αργά, μα σταθερά τις πόλεις της Μικρασίας. Οι Βυζαντινοί την ξαναπαίρνουν πίσω μετά την πρώτη σταυροφορία (1097) και οι Κομνηνοί ανοικοδομούν φρούρια και τείχη, χωρίς όμως να μπορέσουν να εμποδίσουν τη λεηλασία της από το Γερμανό σταυροφόρο βασιλιά Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα (1189). Στα χρόνια των αυτοκρατόρων της Νικαίας (1204-1261), η Πέργαμος υπήρξε από τα ισχυρότερα φρούρια της βορειοδυτικής Μ. Ασίας. Όμως οι Παλαιολόγοι, τυφλωμένοι από προσωπικές φιλοδοξίες και δέσμιοι των ερίδων της βυζαντινής αριστοκρατίας και των αυλικών, αδυνατούν να φροντίσουν το κράτος και να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση των Τούρκων στη Μικρασία. Οι πόλεις του Βυζαντίου αλλάζουν αφέντη κάθε λίγο. Γύρω στα 1280 η Πέργαμος και όλη η ευρύτερη περιοχή θα αποτελέσουν το τουρκικό εμιράτο Καρασή. Οι Τουρκομάνοι εμίρηδες εδρεύουν στην ακρόπολη κατά διαστήματα και οχυρώνουν την πόλη, καταστρέφοντας και πάλι τις αρχαιότητες, που τις βλέπουν μόνο ως πηγή έτοιμου οικοδομικού υλικού. Στην ξεπεσμένη πια Πέργαμο διέμεινε για λίγο το 1301 ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ο Άραβας περιηγητής Ιμπν Μπατούτα την επισκέφθηκε (1333) και τη βρήκε πολύ κατεστραμμένη, με μόνο το φρούριο σε καλή κατάσταση.
   Οι Οθωμανοί διαδέχονται τους εμίρηδες που σπαράσσονται από εμφύλιες έριδες, για λίγο το 1306 και οριστικά το 1392. Ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός (Γιλντιρίμ) χτίζει το θαυμάσιο Ουλού τζαμί (1398) πάνω στη βυζαντινή εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς. Αθρόοι εποικισμοί Τούρκων και βίαιοι εξισλαμισμοί αλλοιώνουν τον πληθυσμιακό χάρτη της Περγάμου και της Αιολίδας. Το 1400 είναι έτος φοβερών δεινών για την Πέργαμο. Οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου καταστρέφουν τα πάντα και σφάζουν όλους τους κατοίκους, εκτός λίγων αιχμαλώτων. Η επιδρομή τους υπήρξε η χαριστική βολή για όσες αρχαιότητες είχαν απομείνει σε καλή σχετικά κατάσταση.
    Από τότε περνούν δυο αιώνες, ώσπου να ορθοποδήσει η ρημαγμένη Πέργαμος. Ανάκαμψη σημειώνεται από το 16ο αι. και χτίζονται τζαμιά, χάνια, αγορές, χαμάμια, μπεζεστένια (εμπορικά κέντρα) και μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία). Στα 1545 Ευρωπαίοι περιηγητές αναφέρουν ότι η πόλη έχει αρκετούς Τούρκους και λίγους Έλληνες με εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων. Από το 18ο αι. όμως η πόλη αναγεννάται θεαματικά. Η τοπική δυναστεία των φιλοπροόδων τσιφλικάδων Καραοσμάνογλου ελέγχει τα εδάφη από τη Μαγνησιά ως το Παλαιόκαστρο (Μπαλούκεσιρ) κι ευνοεί πολύ την εγκατάσταση Χριστιανών για να δουλέψουν την πλούσια γη. Χιλιάδες έποικοι από το Αιγαίο και την ευρωπαϊκή Ελλάδα κατακλύζουν την Αιολίδα και πλουτίζουν, προστατευμένοι από τους μπέηδες Καραοσμάνογλου. Η ακαλλιέργητη γη των τσιφλικιών και του σουλτάνου αλλάζει ιδιοκτήτη και περνά σταδιακά στα χέρια των φίλεργων και δουλευταράδων Ρωμιών. Εξ άλλου, η περιοχή είναι η πραγματική ενδοχώρα των νησιών του Βορείου Αιγαίου και κυρίως της Λέσβου, με την οποία οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, ακόμη και συγγενικοί δεσμοί της Περγάμου - όπως και του Αϊβαλιού - είναι βαθύτατοι, στενότατοι και άρρηκτοι από αρχαιοτάτων χρόνων (ίδια διάλεκτος, ήθη, έθιμα, νοοτροπία, φορεσιές κλπ.).
    Στην Επανάσταση του ’21 έδωσε και η Πέργαμος το «παρών» της. 300 Περγαμηνά παλικάρια με καπεταναίους τους Κριστιώτη, Αντρέογλου και Γκέραλη πολέμησαν στο Μοριά και στα Δερβενάκια διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους οι αδελφοί Γιάνγκος και Παναγής Περγάμαλη.
   Από το 1832 μέχρι το 1914 σημειώνεται η χρυσή εποχή του νεότερου Περγαμηνού και γενικά του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Δεκάξι ελληνικοί μαχαλάδες και γειτονιές, τρεις εκκλησιές, δώδεκα παρεκκλήσια και ξωκλήσια, που διοργάνωναν αξέχαστα και λαμπρά πανηγύρια, άριστα οργανωμένη δημογεροντία, μεγάλο νοσοκομείο (1859), τρία καλά σκολειά με 850 μαθητές, εφτά σύλλογοι (Άτταλος, Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότης, Άγ. Ιωάννης, Ευαγγελισμός, Παλλάς Αθηνά, Άγ. Αντίπας), δεκάδες σινάφια αγροτών, εμπόρων, επαγγελματιών και τεχνιτών, εκατοντάδες μαστόροι και γιαπιτζήδες  που έχτισαν θεόγερα οικοδομήματα σ’ όλη την περιοχή, εκατοντάδες μαγαζιά στις ολοζώντανες αγορές της πολιτείας, δυο χάνια (Σοφιανού, Ατζέμ), δυο λουτρά, δυο ξενοδοχεία (Κωνσταντινούπολις του Σοφιανού, Ακρόπολις του Αγγελόπουλου) και πολλά εργοστάσια (εκκοκιστήρια, αλευροβιομηχανίες, ελαιουργεία, καπνεργοστάσιο, βυρσοδεψεία, σαπουντζίδικα κλπ.) υφαίνουν τους μυστικούς ιστούς που συγκρατούν και περιβάλλουν τη σφύζουσα από ζωή Περγαμηνή Ρωμιοσύνη. Οι 9.300 Έλληνες Περγαμαλήδες κατέχουν το 1/3 από τα 600.000 στρέμματα του κάμπου της κι ελέγχουν, μαζί με τους 700 Εβραίους και τους 500 Αρμένηδες συνοίκους, σχεδόν το 80% του εμπορίου και των υπηρεσιών της πόλης. Οι υπόλοιποι 10.500 Μουσουλμάνοι είναι απλοί αγρότες και μικροεπαγγελματίες, άμεσα εξαρτώμενοι οικονομικά από τους Γκιαβούρηδες, όπως και οι χιλιάδες ομόθρησκοί τους που κατοικούν στον καζά (υποδιοίκηση) της Περγάμου, που περιελάμβανε 160 χωριά και κωμοπόλεις, εκ των οποίων 11 ελληνικά ή μικτά (Ντικελί, Κάλαργα, Κινίκι, Γκιαούρκιοϊ, Κλησέκιοϊ, Τσανταρλί, Μακαρονία, Σοαντζήδες, Ισμαηλάρ, Καμπάκουμ και Ατζανός).
     
     Και ζούσανε μονιασμένοι όλοι αυτοί, ευχαριστημένοι από τη συμβίωση τόσων φυλών, ίσαμε τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ξαφνικά μπήκε μέσα τους ο διάβολος του εθνικισμού, το μίσος κι ο φανατισμός. Οι Ρωμιοί θέλαν ένωση με την Ελλάδα κι αναβίωση του αρχαίου μεγαλείου, οι Αρμεναίοι ζητούσαν πιεστικά την ίδρυση κράτους κι οι Τούρκοι δαιμονίζονταν κι αφρίζανε κατά των Γκιαούρηδων. Το 1909 τα Κουκλέλια (Τουρκαλβανοί ληστές) έκαναν επιδρομή στην Πέργαμο, με στόχο τη γενική σφαγή των Χριστιανών. Ο κίνδυνος αποσοβήθηκε με τη μεσολάβηση του Άγγλου υποπροξένου και τη γενική απροθυμία των Τούρκων Περγαμαλήδων για συμμετοχή στο εγχείρημα. Το 1914 έγινε αρχικά οικονομικό μποϋκοτάζ κατά των Ελλήνων. Η πολύβουη αγορά νέκρωσε κι οι Ρωμιοί τα χρειάστηκαν, αλλά δεν κακόβαναν. Μπόρα είναι, θα περάσει. Όταν όμως τα γενίογλάνια (η νεολαία, οι νταήδες) του Νεοτουρκικού Κομιτάτου άρχισαν να τρομοκρατούν, να απειλούν, να δέρνουν και να βιάζουν, να σκοτώνουν σωρηδόν στους αγρούς και στα ρωμιοχώρια τους ανύποπτους ξωμάχους, τα πράματα σφίξανε και σκιά θανάτου πλάκωσε στην ευτυχισμένη πολιτεία. Και ξαφνικά, στις 27 Μαΐου 1914, διατάχτηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός να εγκαταλείψει την πόλη σε μισή ώρα, παίρνοντας μόνο ένα μπόγο ρούχα! Ο καζάς της Περγάμου χάνει τους Ρωμιούς του. Και σκόρπισαν οι Περγαμηνοί στην εξορία. Μυτιλήνη, Λήμνος, Αθήνα, Σαλονίκη, Αμερική - τέσσερα ολόκληρα χρόνια μακριά από την Πέργαμο!
 
   Στις 30 Μαΐου 1919 κατελήφθη η Πέργαμος από το 1ο τάγμα Κρητών του ταγματάρχη Συρμακέζη. Η υποδοχή των ντόπιων Τούρκων ήταν καλή, αλλά στις 2-4 Ιουνίου όρμησαν τσέτες και ταγκαλάκια (άτακτοι) από τα γύρω βουνά και κατακρεούργησαν το ελληνικό απόσπασμα (94 φριχτά παραμορφωμένοι νεκροί). Στις 6 Ιουνίου έγινε ανακατάληψη της Περγάμου από άγημα εκ Σμύρνης. Αργότερα η ελληνική κοινότητα έστησε στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής λαμπρό μνημείο των 122 συνολικά πεσόντων.
    Από το καλοκαίρι του 1919 επέστρεψαν στη γενέθλια γη οι πρόσφυγες και ξαναστήσαν τη ζωή τους. Έλειπαν μόνο οι 500 Αρμένηδες γείτονες και φίλοι, που εξορίστηκαν και χάθηκαν όλοι το 1915. Και πάλι ιτς τίποτας δεν υποψιάζονταν οι Περγαμηνοί για τα μελλούμενα πάθη. Νόμιζαν πως η ελευθερία ήταν οριστική κι αμετάκλητη. Στις 24 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι τσέτες στην πολιτεία, που είχε ευτυχώς αδειάσει από το 70% των Ρωμιών της. Στις 28 του μήνα πέρασε από την Πέργαμο η υποχωρούσα Ανεξάρτητη Μεραρχία, πηγαίνοντας για το Ντικελί, μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες του εσωτερικού. Ο ελληνικός στρατός προειδοποίησε για τελευταία φορά τους Περγαμηνούς να φύγουν. Κάμποσοι τον ακολούθησαν, ενώ οι τσέτες λούφαξαν. Στις 30 Αυγούστου τακτικός κεμαλικός στρατός κατέλαβε την πόλη. Άρχισαν αμέσως συλλήψεις κι εκτελέσεις, αρπαγές παιδιών και κοριτσιών, ληστείες και λαφυραγωγία των ρωμαίικων μαχαλάδων. Στο Τσανταρλί και στο Ντικελί σφάχτηκαν πάνω από 2.000 άτομα που είχαν καταφύγει στο λιμάνι για σωτηρία. Τα ρωμιοχώρια της Περγάμου αφανίστηκαν. 2.000 Έλληνες που παρέμειναν στην πόλη, μαζί με 200 νεοφερμένους Αρμεναίους και 1.500 κατοίκους των γύρω χωριών, συνολικά 3.700 ψυχές, σύρθηκαν με τα πόδια στην εξορία προς τα βάθη της Ανατολής. Καθ’ οδόν βιάστηκαν, σφάχτηκαν, εξισλαμίστηκαν, πέρασαν τα πάνδεινα. Κι απέ, χάθηκαν για πάντα τα ίχνη τους.      

Θοδωρής Κοντάρας
φιλόλογος