Το ΚΕΜΜΕ είχε την τιμή να δεχτεί την επίσκεψη του νέου επισκόπου
Ερυθρών κ. Κυρίλλου. Ένας άνθρωπος με αμεσότητα και βάθος σκέψης και
λόγου από τον οποίο περιμένουμε πολλά.
Ο π. Κύριλλος Συκής γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1963. Βαφτίστηκε
Ιωάννης και μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του, το Στρατή, και τη
μικρότερη αδερφή του, την Παναγιώτα, ήταν τα τρία παιδιά του Γρηγόρη και
της Κατερίνας Συκή, από την Αγιάσο. Η οικογένειά τους, καταγόταν από το
Αϊβαλί και είχε περάσει στη Λέσβο λίγο πριν την καταστροφή του 1922, με
μέριμνα του παππού του, που φρόντισε να φύγουν για να προλάβουν τις
εξελίξεις, αφού επέστρεψε τραυματισμένος από τις μάχες.
Ο μικρός Γιάννης γεννήθηκε στους Λάμπου Μύλους, όπου έμεναν οι γονείς του από τότε που παντρεύτηκαν. Εκεί έζησε και τα παιδικά του χρόνια και πήγε στο Δημοτικό, μέχρι την ηλικία των 11,5 χρονών, που έκλεισε το σχολείο τους και οι μαθητές αναγκάζονταν να πηγαίνουν μέχρι τα Κεραμειά είτε με αυτοκίνητο, είτε με τα πόδια. Η σχέση του με την εκκλησία, ήταν ιδιαίτερη από πολύ μικρή ηλικία, χωρίς μάλιστα να μεγαλώνει σε εκκλησιαστικό οικογενειακό περιβάλλον, με εξαίρεση την παράδοση που ήθελε το πατρικό όνομα της μητέρας του, Παπαπορφυρίου, να προέρχεται από κάποιον ιερομόναχο του Αϊβαλιού, που λεγόταν Πορφύριος.
«Στα έξι μου, που πήγα στο Δημοτικό, ήρθαν να με φωνάξουν, για να ράψουν στολές στα παπαδάκια. Από εκείνη την ηλικία πήγαινα στο ιερό, ερχόταν ο παπάς και ζητούσε από το δάσκαλο να με πάρει μαζί του στα ξωκλήσια που γίνονταν λειτουργίες. Δεν ξέρω πώς αναπτύχθηκε αυτή η σχέση μου με την εκκλησία, ήταν κάτι έμφυτο», λέει σήμερα ο ίδιος.
Τελειώνοντας το Δημοτικό, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από τους πρώτους μάλιστα στο νησί. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, όμως, ήταν δύσκολη. Ο πατέρας του είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του αγροφύλακα, όταν του ζήτησαν να μηνύσει κάποιον και η συνείδησή του δεν του επέτρεψε να το κάνει. Από τότε, η οικογένεια ασχολήθηκε με τα πρόβατα. Και επειδή ο μεγαλύτερος αδερφός του, ήταν ήδη στις τελευταίες τάξεις τις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να συνεχίσει και ο ίδιος.
Η απόφαση που πάρθηκε τελικά εκείνο το καλοκαίρι, ήταν πως ο Γιάννης θα έμενε στο χωριό και θα βοηθούσε στα ζώα. Ανατράπηκε, όμως, όταν μεσολάβησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Ιάκωβος Κλεομβρότου, που τον επισκέφτηκε και όταν σιγουρεύτηκε πως ο μικρός ήθελε να γίνει ιερέας, του υποσχέθηκε πως θα τον έστελνε ο ίδιος σε μια εκκλησιαστική σχολή.
Στη Ριζάρειο…
Ο Γιάννης Συκής μπήκε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή της Αθήνας, με υποτροφία, έχοντας επιλεγεί από το διοικητικό συμβούλιο. Η σχολή τότε ήταν επταετής: τρία χρόνια το Γυμνάσιο, τρία το Λύκειο και στην 7η γίνονταν τα θεολογικά μαθήματα. Η αλλαγή μεγάλη, για το μικρό Γιάννη. Και η σχολή τότε ήταν …«στρατιωτική». Εγερτήριο στις 6 το πρωί, 20΄ να ετοιμαστούν για τη σχολή και τον όρθρο, μετά πρωινό, μετά μελέτη περίπου μισής ώρας και μετά κανονικά μαθήματα, μέχρι το μεσημέρι. Οι μαθητές ήταν οικότροφοι και έβγαιναν μια φορά το μήνα, κάθε Κυριακή μετά τη λειτουργία, μέχρι τις 7 το απόγευμα, με την προϋπόθεση ότι θα τους έπαιρνε και θα τους επέστρεφε κάποιος ορισμένος ως κηδεμόνας τους.
«Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το χωριό μου», εξηγεί ο ίδιος. «Ούτε μέχρι τη Μυτιλήνη, δεν είχα πάει μικρός, μόνο στα γύρω χωριά από το δικό μου και μέχρι την Αγιάσο, όπου πηγαίναμε τις γιορτές να δούμε τους συγγενείς μας. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή. Είχαμε όμως τότε έναν άγιο άνθρωπο σχολάρχη, ο οποίος με φώναξε, μου έδειξε τα γύρω βουνά, Υμηττό κλπ. και μου είπε: “Ξέρω ότι δυσκολεύεσαι. Και άλλα παιδιά που έχουν έρθει από επαρχία, δυσκολεύονται, η ζωή στην Αθήνα είναι διαφορετική τελείως. Εδώ, όμως, ήρθες για ένα σκοπό. Διάλεξε το πιο ψηλό βουνό από αυτά και πάνω στην κορυφή του, να βάλεις τους στόχους σου. Κάθε μέρα να το βλέπεις και να λες πως θα φτάσεις εκεί με κάθε τρόπο”. Ο ίδιος μου υποσχέθηκε να με βοηθήσει και όντως το έκανε».
Μετά τα τρία πρώτα χρόνια, η υπόλοιπη οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει κι αυτή στην Αθήνα, αφού δυσκολεύτηκε ακόμη περισσότερο οικονομικά. Ο Γιάννης αναγκάζεται να διακόψει τη σχολή, για να δουλέψει ως βοηθός σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Ιωνία. Με πίεση όμως του Μητροπολίτη της Μυτιλήνης και των καθηγητών του, τον επόμενο χρόνο μπήκε με εξετάσεις και στο Λύκειο, βγαίνοντας πλέον τακτικά, αφού παράλληλα δούλευε.
…τα καλύτερα χρόνια
Παρόλο που τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα, ήταν δύσκολα, ο π. Κύριλλος θυμάται εκείνα τα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου ως τα καλύτερα της ζωής του και έχει διάφορες «περιπέτειες» να διηγηθεί.
Η πρώτη από αυτές, η «συμμετοχή» ορισμένων μαθητών -του ίδιου συμπεριλαμβανομένου- στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. «Θυμάμαι, στις 17 Νοεμβρίου, είχαμε αργία, ήταν του Αγίου Ματθαίου (Μάνθος ήταν ο ιδρυτής της Σχολής) και πήγαμε στο Πολυτεχνείο. Ήμασταν μέσα και κάναμε τρέλες, δε λογαριάζαμε τον κίνδυνο. Μαζί μας και κάποια μεγαλύτερα παιδιά, που μας συνόδευαν. Τύχαμε σε πολύ άσχημες συμπλοκές και ευτυχώς κάποιοι μας μάζεψαν και μας γύρισαν πίσω και έτσι δεν είχαμε χειρότερα».
Δεν ήταν τυχαίο μάλλον το ότι ο Γιάννης βρέθηκε εκεί. Ο πατέρας του ήταν αριστερός, όπως πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που αντιμετώπισαν, όπως λέει, την αδικία και μπήκαν στο χώρο αυτό. Έτσι μεγάλωσε και ο ίδιος, αυτήν την πορεία ακολούθησε.
Δεύτερο περιστατικό, το αποτέλεσμα της παρέμβασης που έκανε ως πρόεδρος του συμβουλίου της τάξης του, στο θέμα της σίτισης.
«Στα χρόνια μας, μέσα στο πνεύμα των κινητοποιήσεων της εποχής, έγινε η πρώτη απεργία και κατάληψη στη Ριζάρειο γιατί θέλαμε να αλλάξει λίγο το πρόγραμμα, να αναβαθμιστεί η ποιότητα», θυμάται ο ίδιος. «Μια φορά, όταν με είχαν βγάλει πρόεδρο, με έστειλαν να ζητήσω να επιμεληθούν το φαγητό, που δεν ήταν καλό. Με ρωτάνε “τι θέλετε”; Λέω εγώ, “στιφάδο”. Μου υπόσχονται πως θα το κάνουν. Το απόγευμα έρχεται ο επιμελητής στην αίθουσα που διάβαζα και με στέλνει στο σχολάρχη, που μου λέει: “Κύριε πρόεδρε, το αίτημά σας θα πραγματοποιηθεί, θα κάνουμε στιφάδο, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα, που θα το επιμεληθείτε εσείς. Είμαστε 500 άτομα και πρέπει να καθαρίσουμε τουλάχιστον πέντε τσουβάλια κρεμμύδια…”. Έτσι, ξεκίνησα να καθαρίζω μόνος μου όλη αυτή την ποσότητα, αργότερα ήρθαν και οι άλλοι και με βοήθησαν. Αυτά μας έδεσαν. Τα χρόνια τα φοιτητικά είναι πάντα πιο ιδιαίτερα, αλλά αυτά που ζήσαμε στη Ριζάρειο, ήταν πολύ σημαντικά. Ήμασταν εσώκλειστοι, τα πάντα ήταν κοινά, ήμασταν σαν μια οικογένεια. Και όταν τελειώσαμε τη σχολή και ο καθένας έφυγε, μας πείραξε όλους το ότι χαθήκαμε. Η ζωή μας αυτά τα χρόνια στη σχολή, με όλες τις δυσκολίες, ήταν μια από τις ομορφότερες περιόδους».
Φοιτητής στη Θεολογική
Ήρθαν όμως και τα φοιτητικά τα χρόνια. Τελειώνοντας τη Ριζάρειο Σχολή κανονικά, ο Γιάννης Συκής δίνει πανελλήνιες εξετάσεις για τη Θεολογική Σχολή. «Θυμάμαι ότι δεν είχα και πολλές ελπίδες τότε, αν και ήμουν καλός μαθητής», θυμάται. «Αμέσως μετά τις εξετάσεις, είχα πάει με μια παρέα στα Ιεροσόλυμα κι έμεινα αρκετές μέρες. Γυρνώντας για να δουλέψω, μου έδιναν όλοι συγχαρητήρια. Νόμιζα πως ήταν για τα Ιεροσόλυμα, αλλά τελικά είχα περάσει στο Τμήμα Ποιμαντικής στην Αθήνα».
Παρόλο που είχε πλέον την απόλυτη ελευθερία που του έλειπε νωρίτερα, έπρεπε και πάλι να δουλεύει παράλληλα, βοηθώντας κι αυτός τον αδερφό του, που ήταν στην Αμερική και σπούδαζε, για να γίνει πιλότος. Και πάλι πέφτει σε απεργίες, ενώ αναπτύσσει στενή σχέση με κόσμο του αναρχικού χώρου.
«Ίσως επειδή ήμουν εκ φύσεως άνθρωπος που δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια, ανήκα κι εγώ στους χώρους αυτούς. Είχα πολύ καλή σχέση με τους υπόλοιπους και μου έδειχναν πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη, όταν γινόταν κατάληψη, μόνο εμένα άφηναν να μπω μέσα. Είχαμε μάλιστα φτάσει να πηγαίνουμε όλοι μαζί στο Άγιο Όρος, οι άλλοι με σκουλαρίκια κλπ., και εγώ να καθησυχάζω τους μοναχούς ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Με όλους αυτούς έχουμε ακόμη πολύ καλή σχέση, παρόλο που ο καθένας έχει πλέον τη ζωή και την οικογένειά του.
…και καθηγητής στην Αθήνα
Το Πανεπιστήμιο το τελείωσε το 1988, δουλεύοντας παράλληλα. Την επόμενη σχολική χρονιά, του έγινε πρόταση να διδάξει στο ιδιωτικό σχολείο του «Γείτονα», στην Παλλήνη. «Εκεί, ως πρωτοδιόριστος, φοβήθηκα. Όλοι οι επώνυμοι είχαν τα παιδιά τους σ’ αυτό το σχολείο. Είχα πολύ καλή επαφή μαζί τους, ίσως γιατί εκ φύσεως έχω καλή επικοινωνία με τους νέους. Ήταν και το επίπεδο των συναδέλφων πολύ καλό, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά. Θυμάμαι μια φορά τους μιλούσα για την Αγία Τριάδα και όταν ανέφερα πως ο Θεός είναι πατέρας για τον καθένα μας, αντιλήφθηκα μια κοπελίτσα -επώνυμη, δεν θέλω να αναφέρω το όνομά της- που έκλαιγε. Όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε ότι ο δικός της πατέρας την αναγνώρισε μόνο με δικαστική απόφαση και πως δεν είχε αισθανθεί ποτέ την έννοια του πατέρα. Κατά σύμπτωση, μετά από πολλά χρόνια, το γιο του λυκειάρχη, τον πάντρεψα με μια κοπέλα, εδώ στο Πλωμάρι».
Το 1990, του διαγνώστηκε μια «άσχημη αρρώστια», όπως λέει. Μετά από την εγχείρηση, βρέθηκε στη Μυτιλήνη, έπειτα από πρόσκληση του Μητροπολίτη Ιάκωβου Φραντζή, να ασκήσει το λειτούργημά του στην Αγιάσο και μετά από συμβουλή και των γιατρών του, που του είχαν συστήσει ανάπαυση. Αφήνει έτσι την Αθήνα και το Σεπτέμβριο του ΄90 χειροτονείται μοναχός στο Μοναστήρι του Υψηλού, από μοναχούς του Αγίου Όρους, όπου πήγαινε τακτικά στο κελί του Αγίου Νικολάου του Χαλκιά, παίρνοντας πλέον το όνομα Κύριλλος. Ανήμερα του Σταυρού, γίνεται διάκος και του απονέμεται το οφίκιο του ιεροκήρυκα. Το Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, γίνεται παπάς και αρχιμανδρίτης και τοποθετείται υπεύθυνος του προσκυνήματος της Αγιάσου, ενώ τον ίδιο χρόνο τού απονέμεται το οφίκιο του πνευματικού και ορίζεται ηγούμενος της Μονής Πιθαρίου.
Τρία χρόνια έμεινε στην Αγιάσο, τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του ζωής, όμορφα αλλά και δύσκολα παράλληλα, αφού είχε μετεγχειρητικά προβλήματα και κανένα δικό του άνθρωπο εδώ τον πρώτο καιρό. Ήταν όμως και μια περίοδος πολύ δημιουργική, αφού συνέβαλε στη δημιουργία μιας σειράς ομάδων με παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου για διάφορα κοινωνικά ζητήματα.
Το 1993, μετατίθεται στο Πλωμάρι. Παράλληλα, συνεχίζει να μετακινείται στην Ερεσό και τον Αϊ Στράτη. Η τοπική κοινωνία ήταν δεκτική και ο ίδιος κατάφερε να ιδρύσει ένα Χριστιανικό Κέντρο, μέχρι που κάηκε με εμπρηστική ενέργεια, μαζί με αυτό και όλα τα προσωπικά του αντικείμενα.
Η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η σχέση του π. Κύριλλου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται, γίνεται όλο και πιο έντονη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τού ζητά να αναλάβει τη διακονία της Μικράς Ασίας και το 2001 τού απονείμει το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου. «Ήταν για μένα μια μεγάλη τιμή, που έφερε όμως και πολλές υποχρεώσεις, πρώτα απ’ όλα τη συνέπεια», λέει ο ίδιος. Έτσι, δυναμώνει και η σχέση του με τη Μικρά Ασία, αφού ο π. Κύριλλος συνοδεύει τον Πατριάρχη σε διάφορα ταξίδια του. Παράλληλα, δένεται και με τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου πηγαίνει συχνά.
Έχει ήδη προηγηθεί η συμμετοχή του στις αποστολές της Μητρόπολης στη Σερβία το 1999, αμέσως μετά το βομβαρδισμό, αλλά και στην Τουρκία, μετά το μεγάλο σεισμό με τους χιλιάδες νεκρούς, ξεκινώντας μια μεγάλη προσπάθεια βοήθειας στις περιοχές που είχαν πληγεί.
Η λειτουργία στα Μοσχονήσια το 1999, ήταν, όπως λέει, από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του. «Για μένα, το άνοιγμα στη Μικρασία, ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Η γιαγιά μου πριν πεθάνει, μου είχε πει: “Αν γίνεις παπάς, να περάσεις απέναντι και να κάνεις ένα τρισάγιο για τις ψυχές των συγγενών σου”. Και για μένα ήταν ευλογία, το ότι μπορούσα πλέον να πάω».
Δίνοντας εαυτόν
«Η μακρόχρονη διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη, με έδεσε με την ομογένεια, τους ανθρώπους, τους πατέρες στο Πατριαρχείο. Μπορώ να πω πως τώρα μοιράζομαι: λίγο στη Μυτιλήνη και λίγο στην Πόλη», λέει σήμερα ο π. Κύριλλος.
Δεν δίνει σημασία σε όσα ακούγονται κάθε τόσο για τους ιερωμένους, συχνά και για τον ίδιο. «Η μακαρίτισσα η μάνα μου, μου έλεγε: “Όταν μπεις στο χώρο που θες να μπεις, θα ακούσεις πολλά πράγματα. Να μην σε απασχολεί τι θα πουν, αλλά ποιος. Μόνο αν το πει κάποιος αξιόλογος, να προβληματιστείς”. Και το κράτησα. Δεν μπορώ να πω ότι πέρασα ανώδυνα. Μπορώ να πω ότι μέσα στη γενικευμένη αντίληψη για τους κληρικούς, ειδικά για τους άγαμους, είμαι κι εγώ. Δεν είναι εύκολο ο κόσμος σήμερα, με την επιπολαιότητα που μας διακρίνει, να καταλάβει πως μπορεί κάποιος να είναι ανύπαντρος, άγαμος. Ό,τι και αν έχει ειπωθεί, όμως, δεν με ενόχλησε ποτέ. Ήμουν τακτοποιημένος εσωτερικά, στη συνείδησή μου. Ήξερα πολύ καλά ότι έφυγα από την Αθήνα και ήρθα εδώ στο νησί γιατί ήταν δική μου επιλογή, κανείς δεν μου το επέβαλλε. Και έγινα άγαμος κληρικός από πεποίθηση, αφού πίστευα ότι έτσι μπορείς να αφιερωθείς περισσότερο στο Θεό και στον άνθρωπο».
Κάτω από τις εντολές του Πατριάρχη και του Μητροπολίτη, κάνει στον Προφήτη Ηλία της Μυτιλήνης, με τους άλλους μοναχούς, μια προσπάθεια να διακονήσουν όσο μπορούν, ο ίδιος όντας αρχιερατικός επίτροπος στο Πλωμάρι και υπεύθυνος ιεροκήρυκας και διευθυντής στο Κέντρο Νεότητας στο Πλωμάρι, αλλά και διευθυντής στο Κέντρο Νεότητας και στο Γραφείο Νεότητας και Κατήχησης της Μυτιλήνης.
«Με έχει βοηθήσει πολύ η παρουσία του Δεσπότη μας και η προστασία του Πατριάρχη», λέει ο π. Κύριλλος. Είναι πολύ βαριά ευθύνη, αλλά αισθάνομαι και τυχερός. Προσπαθούμε, με τους άλλους μοναχούς, στις κοινωνίες των ανθρώπων που ζούμε, να δώσουμε όσο μπορούμε τον εαυτό μας. Κάποιοι μας αποδέχονται, κάποιοι όχι, ξεπερνούμε όμως τον εαυτό μας, όπου και όσο μπορούμε…».
Ο μικρός Γιάννης γεννήθηκε στους Λάμπου Μύλους, όπου έμεναν οι γονείς του από τότε που παντρεύτηκαν. Εκεί έζησε και τα παιδικά του χρόνια και πήγε στο Δημοτικό, μέχρι την ηλικία των 11,5 χρονών, που έκλεισε το σχολείο τους και οι μαθητές αναγκάζονταν να πηγαίνουν μέχρι τα Κεραμειά είτε με αυτοκίνητο, είτε με τα πόδια. Η σχέση του με την εκκλησία, ήταν ιδιαίτερη από πολύ μικρή ηλικία, χωρίς μάλιστα να μεγαλώνει σε εκκλησιαστικό οικογενειακό περιβάλλον, με εξαίρεση την παράδοση που ήθελε το πατρικό όνομα της μητέρας του, Παπαπορφυρίου, να προέρχεται από κάποιον ιερομόναχο του Αϊβαλιού, που λεγόταν Πορφύριος.
«Στα έξι μου, που πήγα στο Δημοτικό, ήρθαν να με φωνάξουν, για να ράψουν στολές στα παπαδάκια. Από εκείνη την ηλικία πήγαινα στο ιερό, ερχόταν ο παπάς και ζητούσε από το δάσκαλο να με πάρει μαζί του στα ξωκλήσια που γίνονταν λειτουργίες. Δεν ξέρω πώς αναπτύχθηκε αυτή η σχέση μου με την εκκλησία, ήταν κάτι έμφυτο», λέει σήμερα ο ίδιος.
Τελειώνοντας το Δημοτικό, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από τους πρώτους μάλιστα στο νησί. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, όμως, ήταν δύσκολη. Ο πατέρας του είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του αγροφύλακα, όταν του ζήτησαν να μηνύσει κάποιον και η συνείδησή του δεν του επέτρεψε να το κάνει. Από τότε, η οικογένεια ασχολήθηκε με τα πρόβατα. Και επειδή ο μεγαλύτερος αδερφός του, ήταν ήδη στις τελευταίες τάξεις τις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να συνεχίσει και ο ίδιος.
Η απόφαση που πάρθηκε τελικά εκείνο το καλοκαίρι, ήταν πως ο Γιάννης θα έμενε στο χωριό και θα βοηθούσε στα ζώα. Ανατράπηκε, όμως, όταν μεσολάβησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Ιάκωβος Κλεομβρότου, που τον επισκέφτηκε και όταν σιγουρεύτηκε πως ο μικρός ήθελε να γίνει ιερέας, του υποσχέθηκε πως θα τον έστελνε ο ίδιος σε μια εκκλησιαστική σχολή.
Στη Ριζάρειο…
Ο Γιάννης Συκής μπήκε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή της Αθήνας, με υποτροφία, έχοντας επιλεγεί από το διοικητικό συμβούλιο. Η σχολή τότε ήταν επταετής: τρία χρόνια το Γυμνάσιο, τρία το Λύκειο και στην 7η γίνονταν τα θεολογικά μαθήματα. Η αλλαγή μεγάλη, για το μικρό Γιάννη. Και η σχολή τότε ήταν …«στρατιωτική». Εγερτήριο στις 6 το πρωί, 20΄ να ετοιμαστούν για τη σχολή και τον όρθρο, μετά πρωινό, μετά μελέτη περίπου μισής ώρας και μετά κανονικά μαθήματα, μέχρι το μεσημέρι. Οι μαθητές ήταν οικότροφοι και έβγαιναν μια φορά το μήνα, κάθε Κυριακή μετά τη λειτουργία, μέχρι τις 7 το απόγευμα, με την προϋπόθεση ότι θα τους έπαιρνε και θα τους επέστρεφε κάποιος ορισμένος ως κηδεμόνας τους.
«Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το χωριό μου», εξηγεί ο ίδιος. «Ούτε μέχρι τη Μυτιλήνη, δεν είχα πάει μικρός, μόνο στα γύρω χωριά από το δικό μου και μέχρι την Αγιάσο, όπου πηγαίναμε τις γιορτές να δούμε τους συγγενείς μας. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή. Είχαμε όμως τότε έναν άγιο άνθρωπο σχολάρχη, ο οποίος με φώναξε, μου έδειξε τα γύρω βουνά, Υμηττό κλπ. και μου είπε: “Ξέρω ότι δυσκολεύεσαι. Και άλλα παιδιά που έχουν έρθει από επαρχία, δυσκολεύονται, η ζωή στην Αθήνα είναι διαφορετική τελείως. Εδώ, όμως, ήρθες για ένα σκοπό. Διάλεξε το πιο ψηλό βουνό από αυτά και πάνω στην κορυφή του, να βάλεις τους στόχους σου. Κάθε μέρα να το βλέπεις και να λες πως θα φτάσεις εκεί με κάθε τρόπο”. Ο ίδιος μου υποσχέθηκε να με βοηθήσει και όντως το έκανε».
Μετά τα τρία πρώτα χρόνια, η υπόλοιπη οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει κι αυτή στην Αθήνα, αφού δυσκολεύτηκε ακόμη περισσότερο οικονομικά. Ο Γιάννης αναγκάζεται να διακόψει τη σχολή, για να δουλέψει ως βοηθός σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Ιωνία. Με πίεση όμως του Μητροπολίτη της Μυτιλήνης και των καθηγητών του, τον επόμενο χρόνο μπήκε με εξετάσεις και στο Λύκειο, βγαίνοντας πλέον τακτικά, αφού παράλληλα δούλευε.
…τα καλύτερα χρόνια
Παρόλο που τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα, ήταν δύσκολα, ο π. Κύριλλος θυμάται εκείνα τα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου ως τα καλύτερα της ζωής του και έχει διάφορες «περιπέτειες» να διηγηθεί.
Η πρώτη από αυτές, η «συμμετοχή» ορισμένων μαθητών -του ίδιου συμπεριλαμβανομένου- στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. «Θυμάμαι, στις 17 Νοεμβρίου, είχαμε αργία, ήταν του Αγίου Ματθαίου (Μάνθος ήταν ο ιδρυτής της Σχολής) και πήγαμε στο Πολυτεχνείο. Ήμασταν μέσα και κάναμε τρέλες, δε λογαριάζαμε τον κίνδυνο. Μαζί μας και κάποια μεγαλύτερα παιδιά, που μας συνόδευαν. Τύχαμε σε πολύ άσχημες συμπλοκές και ευτυχώς κάποιοι μας μάζεψαν και μας γύρισαν πίσω και έτσι δεν είχαμε χειρότερα».
Δεν ήταν τυχαίο μάλλον το ότι ο Γιάννης βρέθηκε εκεί. Ο πατέρας του ήταν αριστερός, όπως πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που αντιμετώπισαν, όπως λέει, την αδικία και μπήκαν στο χώρο αυτό. Έτσι μεγάλωσε και ο ίδιος, αυτήν την πορεία ακολούθησε.
Δεύτερο περιστατικό, το αποτέλεσμα της παρέμβασης που έκανε ως πρόεδρος του συμβουλίου της τάξης του, στο θέμα της σίτισης.
«Στα χρόνια μας, μέσα στο πνεύμα των κινητοποιήσεων της εποχής, έγινε η πρώτη απεργία και κατάληψη στη Ριζάρειο γιατί θέλαμε να αλλάξει λίγο το πρόγραμμα, να αναβαθμιστεί η ποιότητα», θυμάται ο ίδιος. «Μια φορά, όταν με είχαν βγάλει πρόεδρο, με έστειλαν να ζητήσω να επιμεληθούν το φαγητό, που δεν ήταν καλό. Με ρωτάνε “τι θέλετε”; Λέω εγώ, “στιφάδο”. Μου υπόσχονται πως θα το κάνουν. Το απόγευμα έρχεται ο επιμελητής στην αίθουσα που διάβαζα και με στέλνει στο σχολάρχη, που μου λέει: “Κύριε πρόεδρε, το αίτημά σας θα πραγματοποιηθεί, θα κάνουμε στιφάδο, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα, που θα το επιμεληθείτε εσείς. Είμαστε 500 άτομα και πρέπει να καθαρίσουμε τουλάχιστον πέντε τσουβάλια κρεμμύδια…”. Έτσι, ξεκίνησα να καθαρίζω μόνος μου όλη αυτή την ποσότητα, αργότερα ήρθαν και οι άλλοι και με βοήθησαν. Αυτά μας έδεσαν. Τα χρόνια τα φοιτητικά είναι πάντα πιο ιδιαίτερα, αλλά αυτά που ζήσαμε στη Ριζάρειο, ήταν πολύ σημαντικά. Ήμασταν εσώκλειστοι, τα πάντα ήταν κοινά, ήμασταν σαν μια οικογένεια. Και όταν τελειώσαμε τη σχολή και ο καθένας έφυγε, μας πείραξε όλους το ότι χαθήκαμε. Η ζωή μας αυτά τα χρόνια στη σχολή, με όλες τις δυσκολίες, ήταν μια από τις ομορφότερες περιόδους».
Φοιτητής στη Θεολογική
Ήρθαν όμως και τα φοιτητικά τα χρόνια. Τελειώνοντας τη Ριζάρειο Σχολή κανονικά, ο Γιάννης Συκής δίνει πανελλήνιες εξετάσεις για τη Θεολογική Σχολή. «Θυμάμαι ότι δεν είχα και πολλές ελπίδες τότε, αν και ήμουν καλός μαθητής», θυμάται. «Αμέσως μετά τις εξετάσεις, είχα πάει με μια παρέα στα Ιεροσόλυμα κι έμεινα αρκετές μέρες. Γυρνώντας για να δουλέψω, μου έδιναν όλοι συγχαρητήρια. Νόμιζα πως ήταν για τα Ιεροσόλυμα, αλλά τελικά είχα περάσει στο Τμήμα Ποιμαντικής στην Αθήνα».
Παρόλο που είχε πλέον την απόλυτη ελευθερία που του έλειπε νωρίτερα, έπρεπε και πάλι να δουλεύει παράλληλα, βοηθώντας κι αυτός τον αδερφό του, που ήταν στην Αμερική και σπούδαζε, για να γίνει πιλότος. Και πάλι πέφτει σε απεργίες, ενώ αναπτύσσει στενή σχέση με κόσμο του αναρχικού χώρου.
«Ίσως επειδή ήμουν εκ φύσεως άνθρωπος που δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια, ανήκα κι εγώ στους χώρους αυτούς. Είχα πολύ καλή σχέση με τους υπόλοιπους και μου έδειχναν πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη, όταν γινόταν κατάληψη, μόνο εμένα άφηναν να μπω μέσα. Είχαμε μάλιστα φτάσει να πηγαίνουμε όλοι μαζί στο Άγιο Όρος, οι άλλοι με σκουλαρίκια κλπ., και εγώ να καθησυχάζω τους μοναχούς ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Με όλους αυτούς έχουμε ακόμη πολύ καλή σχέση, παρόλο που ο καθένας έχει πλέον τη ζωή και την οικογένειά του.
…και καθηγητής στην Αθήνα
Το Πανεπιστήμιο το τελείωσε το 1988, δουλεύοντας παράλληλα. Την επόμενη σχολική χρονιά, του έγινε πρόταση να διδάξει στο ιδιωτικό σχολείο του «Γείτονα», στην Παλλήνη. «Εκεί, ως πρωτοδιόριστος, φοβήθηκα. Όλοι οι επώνυμοι είχαν τα παιδιά τους σ’ αυτό το σχολείο. Είχα πολύ καλή επαφή μαζί τους, ίσως γιατί εκ φύσεως έχω καλή επικοινωνία με τους νέους. Ήταν και το επίπεδο των συναδέλφων πολύ καλό, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά. Θυμάμαι μια φορά τους μιλούσα για την Αγία Τριάδα και όταν ανέφερα πως ο Θεός είναι πατέρας για τον καθένα μας, αντιλήφθηκα μια κοπελίτσα -επώνυμη, δεν θέλω να αναφέρω το όνομά της- που έκλαιγε. Όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε ότι ο δικός της πατέρας την αναγνώρισε μόνο με δικαστική απόφαση και πως δεν είχε αισθανθεί ποτέ την έννοια του πατέρα. Κατά σύμπτωση, μετά από πολλά χρόνια, το γιο του λυκειάρχη, τον πάντρεψα με μια κοπέλα, εδώ στο Πλωμάρι».
Το 1990, του διαγνώστηκε μια «άσχημη αρρώστια», όπως λέει. Μετά από την εγχείρηση, βρέθηκε στη Μυτιλήνη, έπειτα από πρόσκληση του Μητροπολίτη Ιάκωβου Φραντζή, να ασκήσει το λειτούργημά του στην Αγιάσο και μετά από συμβουλή και των γιατρών του, που του είχαν συστήσει ανάπαυση. Αφήνει έτσι την Αθήνα και το Σεπτέμβριο του ΄90 χειροτονείται μοναχός στο Μοναστήρι του Υψηλού, από μοναχούς του Αγίου Όρους, όπου πήγαινε τακτικά στο κελί του Αγίου Νικολάου του Χαλκιά, παίρνοντας πλέον το όνομα Κύριλλος. Ανήμερα του Σταυρού, γίνεται διάκος και του απονέμεται το οφίκιο του ιεροκήρυκα. Το Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, γίνεται παπάς και αρχιμανδρίτης και τοποθετείται υπεύθυνος του προσκυνήματος της Αγιάσου, ενώ τον ίδιο χρόνο τού απονέμεται το οφίκιο του πνευματικού και ορίζεται ηγούμενος της Μονής Πιθαρίου.
Τρία χρόνια έμεινε στην Αγιάσο, τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του ζωής, όμορφα αλλά και δύσκολα παράλληλα, αφού είχε μετεγχειρητικά προβλήματα και κανένα δικό του άνθρωπο εδώ τον πρώτο καιρό. Ήταν όμως και μια περίοδος πολύ δημιουργική, αφού συνέβαλε στη δημιουργία μιας σειράς ομάδων με παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου για διάφορα κοινωνικά ζητήματα.
Το 1993, μετατίθεται στο Πλωμάρι. Παράλληλα, συνεχίζει να μετακινείται στην Ερεσό και τον Αϊ Στράτη. Η τοπική κοινωνία ήταν δεκτική και ο ίδιος κατάφερε να ιδρύσει ένα Χριστιανικό Κέντρο, μέχρι που κάηκε με εμπρηστική ενέργεια, μαζί με αυτό και όλα τα προσωπικά του αντικείμενα.
Η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η σχέση του π. Κύριλλου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται, γίνεται όλο και πιο έντονη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τού ζητά να αναλάβει τη διακονία της Μικράς Ασίας και το 2001 τού απονείμει το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου. «Ήταν για μένα μια μεγάλη τιμή, που έφερε όμως και πολλές υποχρεώσεις, πρώτα απ’ όλα τη συνέπεια», λέει ο ίδιος. Έτσι, δυναμώνει και η σχέση του με τη Μικρά Ασία, αφού ο π. Κύριλλος συνοδεύει τον Πατριάρχη σε διάφορα ταξίδια του. Παράλληλα, δένεται και με τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου πηγαίνει συχνά.
Έχει ήδη προηγηθεί η συμμετοχή του στις αποστολές της Μητρόπολης στη Σερβία το 1999, αμέσως μετά το βομβαρδισμό, αλλά και στην Τουρκία, μετά το μεγάλο σεισμό με τους χιλιάδες νεκρούς, ξεκινώντας μια μεγάλη προσπάθεια βοήθειας στις περιοχές που είχαν πληγεί.
Η λειτουργία στα Μοσχονήσια το 1999, ήταν, όπως λέει, από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του. «Για μένα, το άνοιγμα στη Μικρασία, ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Η γιαγιά μου πριν πεθάνει, μου είχε πει: “Αν γίνεις παπάς, να περάσεις απέναντι και να κάνεις ένα τρισάγιο για τις ψυχές των συγγενών σου”. Και για μένα ήταν ευλογία, το ότι μπορούσα πλέον να πάω».
Δίνοντας εαυτόν
«Η μακρόχρονη διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη, με έδεσε με την ομογένεια, τους ανθρώπους, τους πατέρες στο Πατριαρχείο. Μπορώ να πω πως τώρα μοιράζομαι: λίγο στη Μυτιλήνη και λίγο στην Πόλη», λέει σήμερα ο π. Κύριλλος.
Δεν δίνει σημασία σε όσα ακούγονται κάθε τόσο για τους ιερωμένους, συχνά και για τον ίδιο. «Η μακαρίτισσα η μάνα μου, μου έλεγε: “Όταν μπεις στο χώρο που θες να μπεις, θα ακούσεις πολλά πράγματα. Να μην σε απασχολεί τι θα πουν, αλλά ποιος. Μόνο αν το πει κάποιος αξιόλογος, να προβληματιστείς”. Και το κράτησα. Δεν μπορώ να πω ότι πέρασα ανώδυνα. Μπορώ να πω ότι μέσα στη γενικευμένη αντίληψη για τους κληρικούς, ειδικά για τους άγαμους, είμαι κι εγώ. Δεν είναι εύκολο ο κόσμος σήμερα, με την επιπολαιότητα που μας διακρίνει, να καταλάβει πως μπορεί κάποιος να είναι ανύπαντρος, άγαμος. Ό,τι και αν έχει ειπωθεί, όμως, δεν με ενόχλησε ποτέ. Ήμουν τακτοποιημένος εσωτερικά, στη συνείδησή μου. Ήξερα πολύ καλά ότι έφυγα από την Αθήνα και ήρθα εδώ στο νησί γιατί ήταν δική μου επιλογή, κανείς δεν μου το επέβαλλε. Και έγινα άγαμος κληρικός από πεποίθηση, αφού πίστευα ότι έτσι μπορείς να αφιερωθείς περισσότερο στο Θεό και στον άνθρωπο».
Κάτω από τις εντολές του Πατριάρχη και του Μητροπολίτη, κάνει στον Προφήτη Ηλία της Μυτιλήνης, με τους άλλους μοναχούς, μια προσπάθεια να διακονήσουν όσο μπορούν, ο ίδιος όντας αρχιερατικός επίτροπος στο Πλωμάρι και υπεύθυνος ιεροκήρυκας και διευθυντής στο Κέντρο Νεότητας στο Πλωμάρι, αλλά και διευθυντής στο Κέντρο Νεότητας και στο Γραφείο Νεότητας και Κατήχησης της Μυτιλήνης.
«Με έχει βοηθήσει πολύ η παρουσία του Δεσπότη μας και η προστασία του Πατριάρχη», λέει ο π. Κύριλλος. Είναι πολύ βαριά ευθύνη, αλλά αισθάνομαι και τυχερός. Προσπαθούμε, με τους άλλους μοναχούς, στις κοινωνίες των ανθρώπων που ζούμε, να δώσουμε όσο μπορούμε τον εαυτό μας. Κάποιοι μας αποδέχονται, κάποιοι όχι, ξεπερνούμε όμως τον εαυτό μας, όπου και όσο μπορούμε…».