Νέα
Ερυθραία
Οι
τετρακόσιες φαμελιές
—που
χίλιες είναι τώρα—
απ’
το Λυθρί κι απ’ τα Βουρλά,
απ’
τον Τσεσμέ, Καράμπουρνά,
το
Σιβρισάρι, το Μπουτζά,
Μπουρνόβα
κι απ’ τον Κουκλουτζά,
στάθηκαν
οι πιο τυχερές
απ’ όσες πήρε η μπόρα,
(όλα
στη γη μοιραία)
που
φώλιασαν στη θέση αυτή
της
Αττικής τη ζηλευτή,
όπου
κι αναγεννήθηκεν
η
Νέα Ερυθραία.
Στους
λόφους της το πράσινο των πεύκων οργιάζει
και
τα χωράφια, χαμηλά, την άνοιξη καθένα του
ταπέτο
καταπράσινο στα μάτια σας φαντάζει...
Οι
αύρες του Σαρωνικού με τις δροσιές του Ευβοϊκού
στη
θέση τούτη δίνουνε, το θέρος, ραντεβού.
Φτωχούλα
η Ερυθραία, με φυσικά όμως κάλλη,
θαρρείς
πως τη ζηλοφθονούν τα γύρω της γειτονικά,
που
‘χουν τα πλούσια μέγαρα, τ’
αριστοκρατικά,
το
Κεφαλάρι, το Καστρί κι η παινεμένη Εκάλη.
Οι
κάτοικοι όλοι απλοϊκοί,
φιλήσυχοι
κι εργατικοί,
χτίστες,
αγρότες, κηπουροί,
μικροεπαγγελματίες,
ζούνε
στις πιο ρομαντικές,
με
λουλουδόσπαρτες αυλές,
μικρούλες,
μα καλόχτιστες, ωραίες κατοικίες.
Τριανταφυλλιές,
γαρυφαλιές,
υάκινθοι,
ντάλιες, γιασεμιά,
αγιόκλημα,
κληματαριές,
παχύσκιες
άλλες φυλλωσιές
την
κάθε αυλή στολίζουν
και με νερό, πόχουν κοινό
όλα
τα σπίτια κι άφθονο
(πηγάδι
της Κοινότητος, βαθύτατο, αρτεσιανό).
μ’
αγάπη τα δροσίζουν.
Κι
ο πληθυσμός της ο καλός
γι’
αυτό και γίνεται διπλός
από
τους ξένους που ζητούν γαλήνη,
ανάπαυση,
εξοχή και παραδείσιες δροσιές,
που
τις πληρώνουν... με χρυσές
στα
σπίτια που νοικιάζουνε στη θερινή την εποχή.
Τα
μαγαζιά τα λαμπερά
και
τα καφενεδάκια,
που
‘ν’ όλα
σιναφλίδικα
και
τα πιοτά σερβίρονται
και
τώρα μερακλίδικα,
με
πλούσια μεζεδάκια,
κι
η κίνηση στην αγορά,
γεμάτη
μπερικέτια,
δείχνουν
πως πέρασε η χαρά
και
γλύκανε κι αλάφρυνε τις πίκρες, τα σικλέτια.
Κι
απ’ την Αθήνα τρέχουνε πολλοί για να προφτάσουν
τα
τρυφερά της κρέατα, τα ζωντανά της ψάρια
(που
‘ν’ στην Αθήνα αθέατα)
να
τα μοσχαγοράσουν.
Την
εκκλησιά αφιέρωσαν στον Ευαγγελισμό
και
κάνουν μεγαλόπρεπο τον πανηγυρισμό.
Γιορτάζουν
και την Κοίμηση, σαν τα ζαμάνια τα παλιά,
και
σαντούρια κελαηδούν και κόψες και νοσταλγικά βιολιά.
Οικοδομή
ηλιόλουστη,
καλόχτιστη,
μεγάλη,
μ’
ευρύχωρες μέσα αίθουσες,
και
πευκοφύτευτη πλατιά αυλή,
σε
θέση μια περίβλεπτη,
τον
όγκο της προβάλλει.
Είναι
η Μικτή που λειτουργεί Δημοτική Σχολή.
Δεν
λείπει κι ο αθλητισμός,
εργάζεται
και δρα κι αυτός.
Κι
εδώ τα προσφυγόπουλα
λατρεύουν
τη γυμναστική!
Ομάδα
ποδοσφαιρική
στους στίβους θαρραλέα,
με
σβέλτα και γερά παιδιά,
που
βγαίνουν απ’ την Προσφυγιά
στα
ματς που δίνει, όταν νικά,
αγάλλεται,
γιατί τιμά τη Νέα Ερυθραία.
Και
κάτι ακόμα ξέχωρο, ωραίο στα ωραία.
Κλέφτης
εδώ δε βρίσκεται κι η Χωροφυλακή
ούτε
ένα δεν της έτυχε να βάλει φυλακή.
Χειμώνα,
καλοκαίρι
τα
σπίτια αφήνονται ανοιχτά
και
κλέφτη δεν ακούστηκε ή λωποδύτη χέρι
να
τους αρπάξει τιμαλφή, αν έχουν, ή λεφτά.
Το ποίημα αυτό γράφτηκε στις αρχές της
δεκαετίας του 1950 από τον Μπουρνόβαλη Σωκράτη Α. Προκοπίου, εραστή
της Σμύρνης. Από όσο γνωρίζουμε, είναι το μοναδικό ποίημα που αφιέρωσε
λογοτέχνης στη Ν. Ερυθραία. Περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Προσφυγικοί περίπατοι» που εκδόθηκε
στην Αθήνα το 1954. Τη συλλογή ο ίδιος ο ποιητής αφιερώνει «στην Ομοσπονδίαν
των Μικρασιατικών και Θρακικών Σωματείων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά,
που με πίστη και στοργή διαφυλάττει μέσα στη σκληρήν εκεί πάλην της ζωής τας
αναμνήσεις και τας παραδόσεις και ζωογονεί τα Ιδανικά και το Πνεύμα των Χαμένων
Πατρίδων μας.»
Ο ποιητής ήταν παλιότερα πολύ γνωστός στον
προσφυγόκοσμο από διάφορα ποιητικά ή λογοτεχνικά έργα του, αλλά κυρίως από το
συγκινητικό ιστορικό μυθιστόρημα «Σαν ψέμματα και σαν αλήθεια» (Αθήνα,
1928), το οποίο βασίζεται στη δραματική ιστορία μιας οικογένειας από το Ουσάκι
της Μικρασίας, και από την καταπληκτική ρίμα του «Σεργιάνι στην παλιά
Σμύρνη» (Αθήνα, 1941 και 1949), όπου ξετυλίγεται έμμετρα, γραμμένη με πολύ
γλαφυρό τρόπο στη σμυρναίικη ντοπιολαλιά, ολάκερη η ζωή της ελληνικής Σμύρνης.
Το «Σεργιάνι» θεωρείται ως το αριστούργημα του Σ. Προκοπίου. Βραβεύτηκε
μάλιστα από την Εστία Ν. Σμύρνης (1950) και επαινέθηκε από την Ακαδημία Αθηνών
(1952).
Στους «Προσφυγικούς περιπάτους» του
ο Προκοπίου αναφέρεται ποιητικά «στις μικρές της Τουρκίας Ελλάδες, που
ξαναζούν στη μεγάλη τους μάνα.» Τα ποιήματα αυτά, όχι σπουδαίας
λογοτεχνικής αξίας, είναι εμπνευσμένα από τη Μικρασία γενικώς. Πρόσωπα, έθιμα
και ήθη, πάθη και νοσταλγία, γεγονότα και καταστάσεις, περασμένα και τωρινά,
σύλλογοι και σωματεία, προσφυγικοί συνοικισμοί και νέες πατρίδες, σχολειά,
εκκλησιές, σινάφια, ακόμη και οι αθλητικές ομάδες ζωντανεύουν με την ποιητική
πένα του Προκοπίου.
Ανάμεσα στους συνοικισμούς, υπάρχει και το
παραπάνω μακροσκελές ποίημα για τη Νέα Ερυθραία, μια Νέα Ερυθραία που δεν
υπάρχει πια. Πολλοί από τους παλιούς κατοίκους της τη θυμόμαστε συνεχώς, τη
νοσταλγούμε και την έχουμε πάντα στην καρδιά μας. Αξίζει να σχολιάσουμε
ορισμένα στοιχεία του ποιήματος, που ίσως σε πολλούς νεότερους ή ξένους με την
πόλη μας αναγνώστες φανούν δυσερμήνευτα ή περίεργα, και να κάνουμε μια σύγκριση
με τη σημερινή, απογοητευτική σε πολλά, πραγματικότητα του τόπου.
Στην πρώτη στροφή αναφέρονται αρκετά από τα
μέρη προέλευσης των περισσοτέρων κατοίκων της Ν. Ερυθραίας κι ακολουθούν τα
βασικά χαρακτηριστικά της τοποθεσίας και του κλίματος της νέας πατρίδας των
προσφύγων. Δυστυχώς, η ζηλευτή φυσική θέση που «στους λόφους της το πράσινο
των πεύκων οργιάζει» απέχει έτη φωτός από τη σημερινή πραγματικότητα, γιατί
την τελευταία τριακονταετία η περιοχή μας έχει χάσει πάνω από το 60% του
πρασίνου της. Ιδίως μέσα στον προσφυγικό συνοικισμό αυτή η απώλεια ξεπερνά το
80-90%.
Στην τρίτη στροφή συγκρίνεται «η
φτωχούλα η Ερυθραία» με τους αριστοκρατικούς της γείτονες, κάτι που πολύ
συχνά εξακολουθεί ακόμη να γίνεται, μια και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις
πλουσιότατες γειτονιές και στον προσφυγικό ιστό του δήμου μας είναι ολοφάνερες.
Οι επόμενες στροφές αναφέρονται στο
χαρακτήρα, στα επαγγέλματα και στα σπίτια των Νεοερυθραιωτών. Άνθρωποι «απλοϊκοί,
φιλήσυχοι κι εργατικοί», που κάποτε απασχολούνταν στις οικοδομές και στα
μικροεπαγγέλματα, στα αμπέλια του Μορτερού ή στα περιβόλια και τους κήπους των
πλουσίων γειτόνων μας. Τότε η Ν. Ερυθραία είχε ξακουστούς και περιζήτητους
χτίστες, πετράδες, σοβατζήδες, μπογιατζήδες και μωσαϊκατζήδες, άξιους
νταμαρτζήδες, σιδεράδες, ξυλουργούς, τσαγκάρηδες και ικανότατους πρεβολάρηδες,
μπαξεβάνους και λεσπέρηδες (αμπελουργούς), που είχαν φέρει την έξοχη
τέχνη τους από τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας. Όσο για τις «λουλουδόσπαρτες
αυλές στις μικρούλες ωραίες κατοικίες», με τα τόσα ευωδιαστά λουλούδια και
τις παχύσκιες φυλλωσιές, αυτές έχουν δώσει πια τη θέση τους σε εκατομμύρια
κυβικά τσιμέντου, απ’ όπου ξεπετάγονται, σποράδην ή κατά συστάδες, φυτά
εξωτικών χωρών (τούγιες, λέιλαντ, γιούκα, φοινικοειδή κλπ.), τόσο αταίριαστα
και ξένα προς το φυσικό περιβάλλον της Αττικής. Ο αρωματικός σολομός και η μυρωδάτη ακασιά, που ήταν τα αγαπημένα δέντρα των
Σμυρνιών, το εφταμύριστο χιώτικο γιασεμί και το ευώδες αγιόκλημα, που μπουλάντιζαν
με τα αρώματα τους ολάκερη την Ερυθραία και ντάλωναν τους πάντες,
νικήθηκαν από τα συνεχή κι απανωτά κλαδέματα (εξαιτίας τους δεν ανθίζουν πια),
από τα λέιλαντ και τα ρηχοσπέρματα.
Ξεχωριστή
αναφορά γίνεται και στο δροσερό νερό που ρέει σε «όλα τα σπίτια άφθονο από
βαθύτατο, αρτεσιανό πηγάδι της Κοινότητος.» Για το νερό εκείνη την εποχή,
λίγο μετά την Κατοχή, είχαν γίνει ομηρικοί καβγάδες με τους κατοίκους του
Καστριού, οι οποίοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να επιτρέψουν την ύδρευση της Ν.
Ερυθραίας με καστριώτικο νερό. Εντέλει, το μικρασιάτικο πείσμα παρέκαμψε τα
μεγάλα εμπόδια και δρόσισε τη διψασμένη Ν. Ερυθραία.
Τα καλοκαίρια, ο πληθυσμός κάποτε διπλασιαζόταν από
τους νοικάρηδες «ξένους που ζητούν γαλήνη, ανάπαυση, εξοχή και παραδείσιες
δροσιές, που τις πληρώνουν...με χρυσές» λίρες. Σήμερα έχουν βέβαια
δεκαπλασιαστεί οι μόνιμοι κάτοικοι, ενώ παράλληλα τα προτερήματα της Ν.
Ερυθραίας, που αναφέρει ο ποιητής, έχουν εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί και διά
παντός. Πού να βρεις ησυχία, γαλήνη και δροσιά του παραδείσου! Ανεξέλεγκτοι
θόρυβοι οχημάτων και μηχανημάτων, μόνιμο ανεξήγητο βουητό, συχνά αφόρητη ζέστη
και τσιμέντα-θερμοσυσσωρευτές μάς κυκλώνουν από παντού. Την περιοχή μας τη
χαρακτηρίζει πλέον μόνο η αλματώδης άνοδος της αξίας της γης και η διαρκής
ανοικοδόμηση. Μα ποιας γης και με ποια πραγματική, ουσιαστική αξία τελικά;
Η
αγορά της πόλης μας έχει πράγματι «μαγαζιά λαμπερά και κίνηση γεμάτη
μπερικέτια», που εξυπηρετεί όμως χιλιάδες άλλους κατοίκους των γειτονικών «υπνωτηρίων»
της Εκάλης, του Διονύσου, του Καστριού, της Πολιτείας κλπ., με αποτέλεσμα να
έχει κορεστεί ολοκληρωτικά, να ασφυκτιά και να πνίγεται μέρα νύχτα από την
υπερτοπική κίνηση. Τα ουζερί και τα καφενεδάκια με τα μερακλίδικα πιοτά και τα
πλούσια μικρασιάτικα μεζεδάκια έδωσαν τη θέση τους σε πολυτελείς απρόσωπες
καφετέριες, σε ντελιβεράδικα, σε χλιδάτα κινέζικα, ιταλικά, τούρκικα,
μεξικάνικα και χίλια δυο νεοπλουτίστικα εστιατόρια, τα οποία σερβίρουν την
πανάκριβη πραμάτεια τους πάνω στα πεζοδρόμια, ανάμεσα σε παρκαρισμένα
αυτοκίνητα, σκουπιδοντενεκέδες, νάιλον διαχωριστικά και πλαστικές γλάστρες, υπό
τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής ή ανυπόφορων θορύβων από διερχόμενα
αυτοκίνητα.
Ακολουθούν οι στροφές που αναφέρονται στην
εκκλησία και στο σχολείο. Δυστυχώς η παλιά Βαγγελίστρα —το καύχημα των
προσφύγων, που την είχαν χτίσει με τα χέρια τους και με το υστέρημα τους—
δεν υπάρχει πια, γιατί έδωσε τη θέση της στον σημερινό τεράστιο ναό. Η Κοίμηση
δεν γιορτάζεται «σαν τα ζαμάνια τα παλιά, με σαντούρια και νοσταλγικά
βιολιά», γιατί αυτά θεωρούνται πλέον χωριατιές και μπασκλασαρίες για ένα
ακριβό και σικ βόρειο προάστιο, σαν το… «Νew Tourlandy
city» μας.
Ευτυχώς, η «ηλιόλουστη, καλόχτιστη,
μεγάλη οικοδομή» του δημοτικού σχολειού «με την πευκόφυτη πλατιά αυλή» υπάρχει
ακόμη, αφού έχει κηρυχτεί διατηρητέο κτίσμα. Σε λίγα χρόνια θα είναι το
μοναδικό παλιό κτίριο της Ν. Ερυθραίας, ένα και μόνο σημείο αναφοράς που θα
θυμίζει το αρχιτεκτονικό παρελθόν του τόπου.
Στον αθλητικό τομέα, η πόλη μας έχει
παρουσιάσει σπουδαία άνοδο και οι ομάδες της πολύ συχνά δρέπουν τις δάφνες της
νίκης, προσφέροντας μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στους Νεοερυθραιώτες. Κατά τον
ποιητή, «ο αθλητισμός αγάλλεται, όταν νικά, γιατί τιμά τη Νέα Ερυθραία.»
Ο Σ. Προκοπίου, κλείνοντας το ωραίο ποίημά
του για τη Νέα Ερυθραία, αναφέρεται στην εντυπωσιακή τιμιότητα των κατοίκων και
στην ανυπαρξία κλεφτών ή λωποδυτών, που τότε είχε σαν αποτέλεσμα... τα κεσάτια
της αστυνομίας! Εξάλλου, σάμπως είχαμε και τίποτε για να μας κλέψουν; Η φτώχεια
ήταν ο κοινός παρονομαστής όλων σχεδόν των κατοίκων. Μέχρι τη δεκαετία του ‘80
κοιμόμασταν αμέριμνοι, με τις πόρτες ξεκλείδωτες και η λέξη συναγερμός ήταν γνωστή μόνο από τους
βομβαρδισμούς στην Κατοχή. Σήμερα η κοινωνία και η ζωή μας έχουν αλλάξει άρδην.
Γεμίσαμε γκάρντηδες και σεκιουριτάδες, διπλοκλειδαμπαρωνόμαστε κι αγωνιούμε τις
νύχτες, επειδή φοβόμαστε ακόμη και τον ήσκιο μας. O
tempora, o
mores (ω καιροί, ω ήθη), που έλεγαν και οι Ρωμαίοι.
Τελικά, το άτεχνο και χονδροειδές από
λογοτεχνικής ή ποιητικής απόψεως ποίημα του Σωκράτη Προκοπίου είναι
εξαιρετικά σημαντικό για την ιστορία της πόλης μας, γιατί περιγράφει ποιητικά το περιβάλλον,
τους θεσμούς, την οικονομία, τα κτίσματα και εν γένει το χαρακτήρα και τη ζωή
της Ν. Ερυθραίας πριν από μισό αιώνα και βάλε.
Δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Ν. Ερυθραία» το Σεπτέμβριο 2009
Θοδωρής Κοντάρας
φιλόλογος