14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας


Η 14η Σεπτεμβρίου καθιερώνεται ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. Σύμφωνα με το Π.Α. που κατατέθηκε προς επεξεργασία στο ΣτΕ, Ημέρα Εθνικής Μνήμης θα είναι η Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο. Σε περίπτωση, όμως, που η ημερομηνία δεν συμπίπτει με την ημέρα της Κυριακής, ο εορτασμός θα γίνεται την πρώτη Κυριακή μετά την 14η Σεπτεμβρίου.
    Ο τίτλος του Π.Δ. του υφυπουργού Δημόσιας Διοίκησης είναι «Οργάνωση εκδηλώσεων ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος» και περιλαμβάνει:
         Σημαιοστολισμό.
  • Φωταγώγηση δημόσιων κτιρίων.
  • Τέλεση δοξολογιών
  • • Κατάθεση στεφάνων από τους γενικούς γραμματείς της περιφέρειας, το νομάρχη, τις στρατιωτικές αρχές, το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας, τον έπαρχο, τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, εκπροσώπους προσφυγικών σωματείων και άλλων νομικών προσώπων που επιθυμούν να τιμήσουν την ημέρα.

Μνήμη Μικρασιατών αγίων, κληρικών και λαϊκών

«Ευρισκόμουν και εγώ εις το πλήθος και έφθασα παρασυρό­μενος από αυτό εις την προκυμαίαν. Εκεί παρέστην μάρτυς των τραγικωτέρων σκηνών. Άνδρες και γυναίκες επροσπαθούσαν να διαφύγουν επί λέμβων εις πλοία ή πολεμικά που ήσαν εις τον λιμένα. Καθώς όμως το στενόν σχετικώς πλάτος της προκυμαίας ήτο κατειλημμένον από δέματα και ζώα, το πλήθος εσταματήθη από τους κεμαλικούς στρατιώτας. Το απώ­θησαν, εν πρώτοις, αποσπώντες τας νεανίδας και τας γυναίκας δια να τας κακοποιήσουν και τελικώς να τας σκοτώσουν αμειλίκτως. Έκαυσαν κατόπιν το πλήθος χύνοντες επάνω του πετρέλαιον και βενζίνην! Τότε πολλοί έπεσαν εις την θάλασσαν δια να φθάσουν κολυμβώντες εις τα αγκυροβολημένα πλοία. Εις τας λέμβους επεβιβάζοντο όσοι το κατώρθωναν. Και είδα τότε να σέρνουν από τα μαλλιά πολλάς γυναίκας που επεδίω­καν να τας σώσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι δεν υπήρχε θέσις εις τας λέμβους. Τας έσερναν με μισοβυθισμένα τα σώ­ματα των». 
Μαρτυρία Μητροπολίτη Εφέσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου 

 

 

Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ


       Την Τετάρτη, 31 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε και ο εμπρησμός της Σμύρνης. Ο Χρίστος Αγγελομάτης γράφει ότι «από την πρωίαν της 31ης  Αυγούστου είχε τεθή εις πλήρη εφαρμογήν το σχέδιον του Νουρεντίν. Αι φλόγες του εμπρησμού ανεπήδων εις την μίαν και την άλλην σμυρναΐκήν συνοικίαν, ώστε ν' αποτελέσουν αληθή αλυσίδα, από την οποίαν ελάχι­στοι θα εξέφευγον κρίκοι. Τα σημεία μόνον και τα κτίρια, που ήθελαν οι στρατιώται και τα άλλα όργανα του Νουρεντίν να διασώσουν, διεσώζοντο. Εκεί τουρκικά αποσπάσματα προέβαιναν εις κατεδαφίσεις και εσχημάτιζον κενόν. Κατά τον τρόπον αυτόν εσώθη το πελώριον κτίριον της Ιταλικής Σχολής. Έξαλλου οι άντρες του Νουρεντίν φρόντισαν να μην επεκταθεί η πυρκαϊά πέρα από το γαλλικό προξενείο. «Αι πυκνοκατωκημέναι λαϊκαί συνοικίαι του Αγ. Δημητρίου, του Αγ. Κωνσταντίνου και του Αγ. Νικολάου εγένοντο την ιδίαν στιγμήν παρανάλωμα του πυρός. Αι πρώται φλόγες που κατέφαγαν την Σμύρνην, ανεπήδησαν την νύκτα της 30ης Αυγού­στου κυρίως από την αρμενικήν συνοικίαν που συνώρευε με την αγοράν της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες, και την ελληνικήν συνοικίαν του Αγ. Γεωργίου και δι’ αυτής με την της Αγ. Φωτεινής».
    Το ίδιο συνέβη και στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου και στην οδό Χατζηστάμου, καθώς επίσης και στις συνοικίες του Αγ. Κωνσταντίνου και Αγ. Νικολάου. Ο Χρ. Σολομωνίδης αναφέρει ότι μια σειρά από φωτιές κατευ­θυνόταν από τα Σίδερα του Αγ. Κωνσταντίνου προς τα Μορτάκια, Τερψιθέα, Αγ. Τρύφωνα και τη συνοικία Αγ. Αικατερίνης, ενώ μια δεύτερη σειρά προς τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Τρίτη φωτιά απλώθηκε από το Φαρδύ του Αγ. Δημητρίου προς τα Σπιτάλια, τον Καινούργιο Μαχαλά και την οδό Ρόδων και τέλος μια τέταρτη στις Μεγάλες Ταβέρνες, στις συνοικίες Σερβετάδικα, Αγ. Γεωργίου, Αγ. Φωτεινής, Γυαλιάδικα και Φραγκομαχαλά.

     Ο Ε. Φίσσερ, διευθυντής της ΧΑΝ στη Σμύρνη, έγραψε ότι «η πυρκαϊά εις δέκα μόνον ώρας είχε εξαπλωθή εις πλάτος δύο μιλίων. Εις την προκυμαίαν ένας όγκος πανικόβλητου πληθυσμού αγωνίζεται να σωθή. Μετά την τρομεράν σφαγήν, τίποτε άλλο δεν υπελείπετο παρά η πυρκαϊά διά να δοκιμασθή τόσον σκληρώς ο χριστιανικός πληθυσμός της Σμύρνης».

    Την Πέμπτη το απόγευμα, 1η Σεπτεμβρίου, ένας ανταποκριτής αγγλικής εφημερίδας τηλεγράφησε ότι «Η Σμύρνη κατεστράφη από τεραστίαν πυρκαϊάν που όλην την νύκτα εμαίνετο και εσάρωσεν όλην την πόλιν εκτός από την τουρκικήν συνοι­κίαν. Αι φλόγες εξακολουθούν να περιβάλλουν ολόκληρα χριστιανικά τμήματα της Σμύρνης. Η προκυμαία είναι πλημ­μυρισμένη από μυριάδας λαού που κατέφυγεν εδώ, διά ν' απο­φυγή τον θάνατον από τους Τούρκους».
    Ο Ε. Ντριώ γράφει ότι «χιλιάδες δυστυχώς υπάρξεων συσσωρευμένοι κατά μήκος της προκυμαίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν. Εις μέγα μήκος του λιμένος εκατοντάδες πτωμάτων είχον πληρώσει την θά­λασσαν».
    Από τον Λ. Οικονόμου πληροφορούμαστε ότι τις μέρες εκείνες το πλήθος των προσφύγων στην προκυμαία υπολογιζόταν σε 300.000.

    Πολλοί ξένοι και Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες περιγρά­φουν σκηνές φρίκης κατά τις μέρες της πυρκαϊάς και δίνουν στοιχεία για τους δράστες του εμπρησμού. Δεν υπάρχει αμφι­βολία ότι ο εμπρησμός ήταν προμελετημένος και οργανωμέ­νος. Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες. Ένας Γάλλος αφηγήθηκε ότι το βράδυ της πυρκαϊάς συνάντησε στην οδό Χατζηστάμου μια «ομάδα 200-300 Τούρκων ωπλισμένων», οι οποίοι «απήντησαν αταράχως ότι είχαν εντολήν ν' ανατι­νάξουν και να καύσουν τα σπίτια της συνοικίας (...) και όταν έφευγα από το σπίτι μου, αι εμπρηστικοί βόμβοι έπιπτον βροχηδόν επ' αυτής».

 Η διευθύντρια της Αμερικανικής Σχολής Μίνι Μιλς αναφέρει ότι είδε «τους Τούρκους να μεταφέρουν δοχεία πετρελαίου εις τα σπίτια από τα οποία ανεπήδων αμέ­σως φλόγες μόλις έφευγαν». Εξάλλου αναφέρεται ότι οι Τούρκοι είχαν σχηματίσει μια ζώνη στο Καρατάσι για να εμπο­δίζουν τα ανθρώπινα πλήθη να διαφεύγουν από τις πυρπολούμενες συνοικίες προς τα προάστια. Εξάλλου και η σύζυγος ενός Αμερικάνου ιεραποστόλου έλεγε: «Ανήλθα εις τον πύργον του αμερικανικού κολλεγίου εις τον Παράδεισον και με διόπτρας είδα τους Τούρκους στρατιώτας να θέτουν πυρ εις τα σπίτια. Είδα ακόμη Τούρκους να παραμονεύουν τους χριστιανούς και να τους σκοτώνουν. Όταν κατήλθα εις την Σμύρνην διά να αναχωρήσω εις τας Αθήνας, υπήρχαν πτώμα­τα καθ' όλην την έκτασιν του δρόμου».

    Άλλοι Αμερικανοί είδαν αμάξια γεμάτα με πτώματα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πούντας. Ο ανταποκριτής του «Morning Post» είχε τηλεγραφήσει ότι «Τούρκοι άτακτοι έβαλαν τη φωτιά με τη συνενοχή του τακτικού στρατού και των στρατιωτικών αρχών». Οι πληροφορίες αυτές και πάμπολλες άλλες αυτοπτών μαρτύρων κατηγορηματικά διαψεύδουν την επίσημη τουρκική άποψη, ότι δηλαδή ο εμπρησμός της πόλεως έγινε από Αρμε­νίους ή Έλληνες που ήθελαν να εκδικηθούν τους Τούρκους φεύγοντας από τη Μικρά Ασία.

    Από τη φωτιά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Χρ. Σολομωνίδη, κάηκαν περίπου 4.000.000 τ. μ. «από τη Μπελλαβίστα μέχρι Χατζηφράγκου, κατ' ευθείαν γραμμή, διά του γαλλικού νοσοκομείου και του Αγίου Ιωάννου μήκος 2.000 περίπου μέτρα. Προς το Τεπετζίκι και το Σταυρό διά της εφαπτομέ­νης των συνοικιών Κιουπετζόγλου και Μορτάκια, πλέον των 2.000 μέτρων. Από το Τεπετζίκι μέχρι του Τελωνείου, πλέον των 3.000 μέτρων και από το Τελωνείο μέχρι της Μπελλαβίστας 1.000 περίπου μέτρα. Στον χώρον αυτόν εκάησαν περί τις 55.000 σπίτια, από τα οποία 43.000 ελληνικά˙ 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Επίσης απετεφρώθησαν 5.000 καταστήματα, τα περισσότερα των οποίων ήσαν ελληνι­κά. Στην αποτεφρωθείσα έκταση υπολογίζεται ότι κατοικού­σαν πλέον των 180.000 ατόμων, κατά μέγιστον ποσοστόν Έλ­ληνες. Συγκεκριμένα εκάησαν η αρμενική συνοικία με την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Η ελληνική αγορά, η γνωστή με το όνομα Μεγάλες Ταβέρνες, τα Γυαλιάδικα, το Γερανιό, ο Φραγκομαχαλάς, η οδός Νοσοκομείων με τα τρία νοσοκομεία της (το Γραικικό, το Ολλανδικό και το Καθολικό του Αγίου Αντωνίου). Επίσης οι συνοικίες του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Φωτεινής, του Αγίου Δημητρίου, της Ευαγγελιστρίας, του Αγίου Τρύφωνος, του Αγίου Ιωάν­νου της Λυγαριάς, του Αγίου Νικολάου. Κι ακόμη του Τσαρμάδου, οι Πορτάρες, ο Φασουλάς, τα Μπογιατζίδικα, τα Τράσα, του Μεϊμάρογλου, τα Σερβετάδικα, τα Ταμπάχανα, τα Κουγιουμτζίδικα, τα Μαλτέζικα, της Τσικουδιάς, του Κιουπετζόγλου, του Χαλεπλή, ο Νέος Κόσμος, το Παραλλέλι και μεγάλο τμήμα της προκυμαίας. Απετεφρώθησαν όλοι σχεδόν οι ορθόδοξοι ναοί, 117 σχολεία, κοινοτικά και ιδιωτικά, Ελλή­νων και Αρμενίων, το αρχαιολογικό και νομισματολογικό μου­σείο της Ευαγγελικής Σχολής και πλείστα όσα αγαθοεργά καθιδρύματα».

 Ο Τζορτζ Χόρτον, πρόξενος των ΗΠΑ, γράφει ότι ο συστηματικός εμπρησμός της πόλεως έγινε από τους στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ με το σκοπό να εξολοθρευτούν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην πατρίδα τους. Βέβαιο είναι ακόμη ότι, εκτός από τη φωτιά, είχαν προσχεδια­σθεί και οι σφαγές και οι λεηλασίες. Ο Ρενέ Πυώ αναφέρει ότι, σύμφωνα με μαρτυρία των Αμερικανών υπαλλήλων της Near East Relief, η τουρκική φρουρά διαφύλαξε τις αποθήκες, εξηγώντας σε όσους έρχονταν να τις λεηλατήσουν ότι «δεν υπέκειντο εις λεηλασίαν», γεγονός που σημαίνει ότι είχαν λάβει σχετικές διαταγές από τις τουρκικές αρχές. «Είναι χαρακτηριστικό», γράφει επίσης ο Πυώ, «ότι οι τουρκικές αρχές συμβούλευαν τους ξένους υπαλλήλους του σιδηροδρό­μου να φορέσουν φέσι και να φέρουν περιβραχιόνιο για να αποφύγουν τις βιαιοπραγίες που ήξεραν οι τουρκικές αρχές ότι επρόκειτο να συμβούν».

     Μια εβδομάδα μετά την είσοδο των τουρκικών δυνάμεων στη Σμύρνη, το Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου 1922, ή 16 Εϋλούλ 1338 του τουρκικού ημερολογίου, δημοσιεύτηκε η παρακάτω προκή­ρυξη :
 «1ον) Όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου έτους, οι ευρισκόμενοι εις τα απελευθερωθέντα εδάφη από τον στρατόν μας, καθώς και οι Έλληνες και Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τον ελληνικόν στρατόν εις τα παράλια προς επιβίβασιν και εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατάσχε­του καταδιώξεως του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα, θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των, διότι έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της Πατρίδος, διότι κατε­τάγησαν εις τον εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωρία και διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και διά να μη προσέλθουν, εάν αφεθούν ελεύθεροι, να ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν.

2ον) Όλοι εκείνοι, τους οποίους δεν αφορά το πρώτον άρθρον, και γενικώς όλαι αι σμυρναϊκαί οικογένειαι ή Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες, δύνανται να μεταναστεύσουν μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου 1922. Όσοι, παρελθούσης της προθε­σμίας ταύτης, δεν θα έχουν εγκαταλείψει την χώραν και θα κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφαλείας του στρατού και της δημοσίας τάξεως, θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης.

3ον) Επειδή η Μεγάλη Εθνοσυνέλευσις έλαβε μέτρα διά την εκκαθάρισιν από τα λείψανα του ελληνικού στρατού και εκμηδένιση των καταστρεπτικών οργανώσεων του εχθρού, όλοι οι κάτοικοι, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκείας, οφεί­λουν να επιστρέψουν εις τας εστίας των και επαναλάβουν τας ειρηνικάς εργασίας των.
Ο διοικητής του στρατού
Νουρεντίν»

    Μετά την έκδοση της προκηρύξεως αυτής του Νουρεντίν, εντάθηκαν οι λεηλασίες, οι σφαγές και οι βιαιοπραγίες κα­τά των άλλων ξένων μειονοτήτων. Καθημερινές εξάλλου ήταν οι σφαγές και οι ληστείες προσφύγων που είχαν κα­ταφύγει στο νεκροταφείο της ελληνικής κοινότητας. Όσοι δεν είχαν φύγει προς τον Τσεσμέ, ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε, ενδιαφέρονταν μόνο να βρουν μέσο για να διαφύγουν.
Ο Αμερικανός πρόξενος Χόρτον έγραφε ότι «Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρ­νην. Η κατάστασις αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Έχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης —γυναίκες, άνδρες και παιδιά— κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία διά να φύγουν...».    
     Καμιά λέξη δεν μπορούσε να περιγράψει την αγωνία του πλήθους που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει. Ο Κορδάτος αναφέρει ότι η κατάσταση χαρακτηριζόταν σαν «σωστή κόλαση. Άλλοι με βάρκες και άλλοι κολυμπών­τας πήγαιναν στα πολεμικά της Γαλλίας, Αγγλίας και Ιτα­λίας ζητώντας άσυλο. Αλλά οι ναύτες τους πετούσαν στη θάλασσα, όταν σκαρφάλωναν στα πλοία ή τους κλωτσού­σαν».
     Ανάλογα αναφέρει και ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος: «Ευρισκόμουν και εγώ εις το πλήθος και έφθασα παρασυρό­μενος από αυτό εις την προκυμαίαν. Εκεί παρέστην μάρτυς των τραγικωτέρων σκηνών. Άνδρες και γυναίκες επροσπαθούσαν να διαφύγουν επί λέμβων εις πλοία ή πολεμικά που ήσαν εις τον λιμένα. Καθώς όμως το στενόν σχετικώς πλάτος της προκυμαίας ήτο κατειλημμένον από δέματα και ζώα, το πλήθος εσταματήθη από τους κεμαλικούς στρατιώτας. Το απώ­θησαν, εν πρώτοις, αποσπώντες τας νεανίδας και τας γυναίκας δια να τας κακοποιήσουν και τελικώς να τας σκοτώσουν αμειλίκτως. Έκαυσαν κατόπιν το πλήθος χύνοντες επάνω του πετρέλαιον και βενζίνην. Τότε πολλοί έπεσαν εις την θάλασσαν δια να φθάσουν κολυμβώντες εις τα αγκυροβολημένα πλοία. Εις τας λέμβους επεβιβάζοντο όσοι το κατώρθωναν. Και είδα τότε να σέρνουν από τα μαλλιά πολλάς γυναίκας που επεδίω­καν να τας σώσουν κατ' αυτόν τον τρόπον, διότι δεν υπήρχε θέσις εις τας λέμβους. Τας έσερναν με μισοβυθισμένα τα σώ­ματα των».

     Στο μεταξύ και ενώ οι μέρες της προθεσμίας για την εκκέ­νωση της Μ. Ασίας από τους πρόσφυγες τελείωναν, έπειτα από έντονες διπλωματικές ενέργειες των ξένων, ανάμεσα στους οποίους πρωτοστατούσε ο Αμερικανός υποδιευθυντής της ΧΑΝ στον Παράδεισο Έιζα Τζένινγκς, στάλθηκαν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη, τα οποία παρέλαβαν το μεγάλο μέρος των προσφύγων που παρέμεναν ακόμη στη Σμύρνη. Σύμφωνα με πληροφορίες της Μάρτζορυ Χουζεπιάν στις 11 Σεπτεμβρίου 15.000 πρόσφυγες επιβιβάστηκαν στα πλοία και άλλες 43.000 δύο μέρες αργότερα. Ως τις 18 Σεπτεμβρίου 180.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί σε ελληνικό έδαφος. Το τελευταίο πλοίο έφυγε από τη Σμύρνη 6 μόνο ώρες πριν να εκπνεύσει η προθεσμία. Στα γειτονικά λιμάνια όμως των Βουρλών, του Τσεσμέ και του Αϊβαλιού εξακολουθούσαν να βρίσκονται 60.000 πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν και εκείνοι με πλοία μέσα σε λίγες μέρες, ενώ είχε δοθεί οκταήμερη παράταση της προθεσμίας από τους Τούρκους.
    Έτσι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που έφυγαν ως τότε από τη Μ. Ασία έφθανε περίπου τις 250.000.

Στο μεταξύ στις 10 Σεπτεμβρίου είχε δημοσιευθεί η παρα­κάτω νέα διαταγή του Νουρεντίν:
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ
Σμύρνη, 23/9/1338 (έτος Εγίρας)

1) Επί τω σκοπώ διαλύσεως αμφιβολιών περί την εφαρμογήν των διατάξεων του ύπ' άριθ. 5 ανακοινωθέντος μας εθεωρήσαμεν αναγκαίαν την έκδοσιν πληρέστερων οδηγιών: α) Θεωρείται άκυρος, η αλλαγή υπηκοότητος, εις ην προέβησαν παρά τον Νόμον περί Ιθαγενείας, πάντες οι κεκτημένοι την οθωμανικήν υπηκοότητα από της συνάψεως της ανακωχής του μεγάλου πολέμου και εντεύθεν, β) Έφ' όλων των αρχι­κώς Οθωμανών υπηκόων και μετέπειτα αποκτησάντων προστασίαν οιασδήποτε ξένης επικρατείας, θέλουσιν εφαρμοσθή τα διά τους Οθωμανούς υπηκόους ισχύοντα, γ) Εκ των ως εις τα ανωτέρω άρθρα αναφερομένων πάντες οι άγοντες ήλικίαν από 18-45 άρρενες το γένος, θέλουσιν αποσταλή, όπως και οι λοιποί, εις στρατόπεδα αιχμαλώτων.
 2) Επειδή κατά το εις το ύπ' άριθ. 5 ανακοινωθέν ορισθέντα, όσοι εκ των Ελλήνων Οθωμανών και Ισραηλιτών, Ελλήνων υπηκόων, των καταγόμε­νων εκ των παραλίων της Σμύρνης, δεν ήθελον αναχωρήση διά θαλάσσης μέχρι της εσπέρας της 30ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η.) πρόκειται να αποσταλούν εις το εσωτερικόν, επί τω σκοπώ της προετοιμασίας των μέσων μεταφοράς τούτων εις το εσω­τερικόν, αναγκαία δε καθίσταται η γνώσις του αριθμού των, οι αρχηγοί των ελληνικών, αρμενικών και ισραηλιτικών κοι­νοτήτων, καλούνται όπως μέχρι της εσπέρας της 30ης Σεπτεμ­βρίου 1338 γνωρίσωσιν εις τας κατά τόπους αρχάς, εκτός των διά θαλάσσης αναχωρησάντων, τους αριθμούς των βουλομένων να παραμείνωσιν προσώπων.
3) Οι αποκρύπτοντες όπλα, Έλληνας αιχμαλώτους και πρόσωπα, τα οποία θεωρούνται επικίνδυνα διά την δημοσίαν τάξιν, θα παραδοθούν εις την στρατιωτικήν εξουσίαν. Μετά παρέλευσιν 48 ωρών, όσοι θέλουσιν αποδειχθή ότι αντιτίθενται εις την παρούσαν διαταγήν, θέλουσιν καταδικασθή εις θάνατον. Επειδή τα εν Σμύρνη και περιχώροις ένεκα της πυρκαϊάς και των στρατιωτικών ενεργειών και της φυγής των ιδιοκτητών των ή δι' οιονδήποτε άλλον λόγον εγκαταλειφθέντα εμπορεύματα αναγκαιούν εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν και επειδή δεν θέλει επιτραπή η πραγματοποίησις παρανόμων κερδών και οικειοποίησις αυτών, πάντες οι οικειοποιούμενοι τοιαύτα εμπορεύματα, είτε εγκαταλελειμμένα είτε προερχόμενα εκ κλοπής, οφείλουσι α­μέσως να τα παραδώσωσιν εις τας κατά τόπους στρατιωτικός διοικήσεις.
4) Πάντες οι παρά την διαταγήν ταύτην οικειο­ποιούμενοι και κατά οιονδήποτε τρόπον αποκτώντες ούτω τα εγκαταλελειμμένα αντικείμενα, θέλουσι καταδικασθή εις ειρκτήν 10 ετών και χρηματικήν ποινήν από 100 μέχρι 5.000 λιρών, αναλόγως της αξίας των οικειοποιηθέντων παρ' αυτών αντικειμένων.
5) Απαγορεύεται η αυθαίρετος κατοχή οικιών, καταστημάτων και άλλων οικοδομών. Την τύχην των οικοδομών τούτων θέλει καθορίση η Νομαρχία. Δηλούται ότι πάσα ενέργεια αντίθετος προς την διαταγήν ταύτην θέλει τιμωρηθή δι’ ειρκτής 10 ετών.»
  
Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ)


  Η Σμύρνη μάνα καίγεται…

      «Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν. Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος.
    Τυχαία δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης.
 
«...Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από ‘κεί στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.

    Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «
Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας! Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια! Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό! Όσοι το είδαν, τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί, σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν.
    Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».


Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και οικονομικά συμφέροντα, συνδεόμενα σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησαν σε συστηματικούς διωγμούς του ελληνικού στοιχείου που διήρκεσαν από το 1913 ως τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
   Οι διωγμοί μπορούν να διακριθούν σε τρεις φάσεις ως προς το είδος, την ένταση και το αποτέλεσμά τους. Έτσι, στο διάστημα 1913-14 έχουμε την πρώτη φάση διωγμών. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ήταν τότε σε ένταση εξαιτίας της κατακύρωσης των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Οι διωγμοί άρχισαν με τη βίαιη εκτόπιση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, ενώ από το Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν και στη δυτική Μικρά Ασία. Στη θέση των Ελλήνων εγκαταστάθηκαν Τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που έχασε η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μεθοδευμένοι από τους Γερμανούς, οι διωγμοί έδιωξαν τότε περισσότεροι από 60.000 Έλληνες από την περιοχή της Ερυθραίας. Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Τότε αποφασίστηκε και μερική ανταλλαγή των πληθυσμών, ενώ μικτή επιτροπή δημιουργήθηκε για την εκτίμηση της περιουσίας των ανταλλαξίμων. Δεν έγινε όμως κάτι τέτοιο τελικά.

     Σύμφωνα με τη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 153.890 Έλληνες εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό από τα παράλια της Μικρασίας ως τα τέλη του 1914.

Η δεύτερη φάση των διωγμών εγκαινιάζεται με την εμπλοκή της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκδηλώθηκε αρχικά με εξοντωτική οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων για τις ανάγκες του πολέμου. Άλλο μέτρο, το οποίο αρχικά προβλήθηκε ως εφαρμογή της αρχής της ισότητας ανάμεσα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας, ήταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις του αντρικού πληθυσμού από 20 έως 45 ετών, ενώ οι μεγαλύτεροι θα επάνδρωναν τα περίφημα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, που σήμαινε αγγαρεία σε λατομεία, αγρούς, ορυχεία και δημόσια έργα στο εσωτερικό της Μικρασίας. Οι κακουχίες εξόντωσαν πολλούς Έλληνες. Υπολογίζεται ότι 250.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους σε αυτά τα εργατικά τάγματα ως το τέλος του 1918. Άλλο μέτρο ήταν οι εκ νέου μετατοπίσεις από τα παράλια στο εσωτερικό, με σκοπό τη διαφοροποίηση της εθνολογικής σύστασης των παραλίων, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη για παραχώρηση των περιοχών στην Ελλάδα από τους Συμμάχους. Οι πορείες ήταν τόσο εξαντλητικές και προσχεδιασμένα εξοντωτικές που λίγοι έφτασαν στον προορισμό τους, σε περιοχές με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Το σύνολο των θυμάτων των διωγμών, νεκροί και εκτοπισμένοι, τα χρόνια αυτά (1913-1918) υπολογίζονται σε 775.000 Έλληνες της Θράκης, του Πόντου και της Δυτ. Μικρασίας.

Η τρίτη φάση των διωγμών συμπίπτει χρονικά με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και κορυφώνεται με την οριστική Καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού το Σεπτέμβρη του 1922.

Οίκαδε

άρθρο του Γεωργίου Βλάχου, διευθυντή της Καθημερινής
(14 Αυγούστου 1922)

«Ενώ αι ελπίδες -ας τας είπωμεν ελπίδας- περί προσεχούς συγκλήσεως συνεδρίου εν Βενετία ελαττούνται, το φθινόπωρον έρχεται και έρχεται ο χειμών. Αν οιαδήποτε προς την κυβέρνησιν σύστασις προς τερματισμόν της εκκρεμότητος ήτο χθες περιττή, διότι είχε σκέψεις η κυβέρνησις υπό εκτέλεσιν, αίτινες ηδύναντο και να επιτύχουν, είχε δε και χρήματα ίνα δαπανά διά πολεμικούς σκοπούς, αφού διά πολεμικούς σκοπούς εδανείσθη, σήμερον πάσα όχι σύστασις, αλλά και πίεσις εκ μέρους και των φίλων αυτής είναι χρήσιμος, διότι και τα χρήματα λείπουν και των υπό εκτέλεσιν σκέψεων η σειρά ευρίσκεται εις το τέρμα της. Ηλπίζαμεν προ τινος ότι μία προς Κωνσταντινούπολιν στροφή της ελληνικής προσπαθείας θα ήτο δυνατόν να εκβιάση την λύσιν, ως γνωρίζομεν πολλοί, αλλά δεν γνωρίζομεν όλοι διατί δεν επέτυχεν ο εκβιασμός και πώς οι εν τω εξωτερικώ θορυβούντες εχθροί της Ελλάδος επείσθησαν ότι πρόκειται περί «μπλόφας» υπό των εν τω εσωτερικώ εχθρών αυτής.
    Ηλπίσαμεν έπειτα ότι οι εξαφνικά ακουσθέντες θερμοί λόγοι του πρωθυπουργού της Αγγλίας, οι δημοσία και παγκοσμίως κυρώσαντες την επί των ελληνικών δικαίων προστασίαν της θαλασσοκρατείρας, ήθελον μεταβληθή ταχέως και εν τη στενή προθεσμία της αντοχής των Ελληνικών πόρων εις εμπράγματον βοήθειαν. Ηλπίσαμεν αργότερα -και τότε ηλπίσαμεν κακώς- ότι προσεχής διάσκεψις ήθελεν εν βία δυνηθή να εκτελέση τας επί του Ανατολικού αποφάσεις της, αλλά και αυτή η κακή ελπίς ματαιούται.

    Η Ελλάς, λοιπόν, απομένει μόνη με τον στρατόν της, με τους πόρους της και τους εχθρούς της. Μόνη, όπως προ μηνών, ότε επιστρέφουσα εκ της ξένης είχε πεισθή περί αυτού και απεφάσιζε, και απεφάσιζε καλώς, την αυθαίρετον προς την Κωνσταντινούπολιν πορείαν. Μόνη.
    Οι τυχόν έχοντες την διάθεσιν ν' αναβλέψουν προς την πρώτην Νοεμβρίου και ν' «αναμετρήσουν τας συνεπείας της», ας μας επιτρέψουν να παρατηρήσωμεν ότι έμειναν μόνοι, όχι μόνον οι πιστεύσαντες εις τους ισχυρούς των συμμάχους ααθενείς, αλλά και αυτοί οι ισχυροί οι πιστεύσαντες εις αλλήλους. Μόνη, λοιπόν, η Ελλάς οφείλει να εκκαθαρίση την κατάστασιν. Και οφείλει να την εκκαθαρίση κατά τρόπον, όστις θ' αποτελέση δι' αυτήν λήξιν οριστικήν μιας σκληράς περιπετείας, δι' εκείνους δε, οίτινες ηπάτησαν αυτήν και τον κόσμον, κόλαφον, του οποίου το ερύθημα δεν θ' αποπλύνη η Ιστορία.

    Η Ελλάς οφείλει εν τάχει να προβή εις την διοικητικήν οργάνωσιν της Μικράς Ασίας, εις την παράδοσιν της χώρας εις τους γενναίους κατοίκους της, εις την σύντομον εκπαίδευσιν των ανδρών οίτινες θ' αναλάβουν εν τω μέλλοντι την φύλαξίν της, και εις την πρόσκλησιν των ισχυρών, όπως παραλάβουν "τον ελευθερωθέντα από των δεσμών της δουλείας" λαόν, ένα ακριβώς από τους λαούς περί ων εμερίμνων, όταν μαχόμενοι και έχοντες ανάγκην συμμάχων ελάλουν την γλώσσαν των ελευθεριών. Αλλά στρατόν; Ποίος θα σώση τον στρατόν; Οι σύμμαχοι όμως δεν έχουν στρατών ανάγκην. Ας παραλάβουν τας σημαίας, τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής, και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος. Όπως άλλοι, δεν επιμένομεν να έχωμεν την θέσιν ανευθύνου τιμητού των υπευθύνων πολιτικών ανδρών της χώρας. Όπως ουδείς άλλος, εζήσαμεν μετ' αυτών ημέραν προς ημέραν τους μήνας Και τα έτη των προσπαθειών.
    Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.»

Συζήτηση στο Βρετανικό Κοινοβούλιο
(4 Αυγούστου 1922)

Πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ:
    Από όσα είπε ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής του Central Ηull (πλωτάρχης Kenworthy), ελάχιστα είναι εκείνα που μπορώ να συμφωνήσω μ' αυτά. Διατύπωσε όμως μια υπόδειξη που θα την αποδεχτώ, ότι δηλαδή θα ήταν ευκταίο, πριν διακόψουμε τη συνεδρίαση, να συζητήσουμε για τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής. Η κυβέρνηση δεν έχει να αποκρύψει τίποτε από την πολιτική της. Συμφωνώ με την υπόδειξη του εντιμοτάτου και γενναίου φίλου... ότι είναι επιθυμητό περισσότερο από κάθε τι άλλο να αποκατασταθεί η ειρήνη στο τμήμα αυτό του κόσμου... Ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής του Central Ηull παρουσίασε στη Βουλή την εικόνα μιας φιλικής Τουρκίας που δυσαρεστήθηκε εξαιτίας της πολιτικής της κυβέρνησής μας... Φαίνεται (όμως) ότι λησμόνησε εντελώς την πρόσφατη ιστορία αυτής της χώρας. Λησμόνησε... τα Δαρδανέλλια, όπου οι Τούρκοι με τους Γερμανούς απόκρουσαν τους Αγγλογάλλους κι εμπόδισαν την αποστολή βοήθειας προς την τσαρική Ρωσία -αυτό το αίτιο, ανάμεσα σε άλλα, συντέλεσε ίσως στη Ρωσική Επανάσταση. Υπάρχει και μια άλλη αυταπάτη... ότι η κατάληψη της Σμύρνης και το σχέδια της Συνθήκης των Σεβρών υπήρξαν αποκλειστικά έργο της Μεγάλης Βρετανίας. Προφανώς δεν έχει (ο Kenworthy) σαφή γνώση των γεγονότων. Όσα έγιναν εκεί υπήρξαν έργο επιτροπής που ορίστηκε από τις μεγάλες δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία και Βρετανία)... Καμιά παρέμβαση ποτέ δεν κάναμε στο έργο της επιτροπής εκείνης.
    Αφήσαμε τους αντιπροσώπους να διατυπώσουν τις υποδείξεις τους και εκείνοι -με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα- υπόδειξαν ότι η Σμύρνη και τα γειτονικά βιλαέτια έπρεπε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα, γιατί ήταν ελληνικά ως προς τον πληθυσμό, τα οικονομικά συμφέροντα και την ιστορία... Η μόνη δύναμη που δεν διατύπωσε γνώμη (δεν συμφώνησε) ήταν η Ιταλία, για λόγους προφανείς. Η Ιταλία εκείνο τον καιρό διεκδικούσε τη Σμύρνη για λογαριασμό της... Είναι απόλυτα αληθινό ότι η Γαλλία άλλαξε από τότε γνώμη, για λόγους που είναι πασίγνωστοι, αλλά αυτό δεν ήταν δική μας υπόθεση...
    Επιθυμώ να καταστήσω απόλυτα σαφές τούτο, ότι η πτώση του κ. Βενιζέλου (1 Νοέμβρη 1920) και η παλινόρθωση του βασιλιά Κωνσταντίνου προκάλεσαν στη γαλλική κοινή γνώμη κάποια ψυχρότητα απέναντι στην Ελλάδα... Δυο φορές κάναμε προσπάθειες για να επιτευχθεί συμφωνία ειρήνευσης ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Πρώτη φορά στο Λονδίνο συμφωνήθηκαν σημαντικές τροποποιήσεις στη Συνθήκη των Σεβρών... αλλά τελικά δεν αποδέχτηκαν οι Τούρκοι... Διατυπώθηκε ως προκαταρκτικός όρος ότι έπρεπε να προηγηθεί ανακωχή... Η Ελλάδα δέχτηκε, η κυβέρνηση της Άγκυρας αρνήθηκε... Ο Κεμάλ επέμενε να προηγηθεί αποχώρηση του ελληνικού στρατού.... Ο ελληνικός στρατός απάντησε: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις θέσεις μας και το λαό μας πριν να μάθουμε ποιες εγγυήσεις ενσωματώθηκαν στη συνθήκη για την προστασία αυτού του λαού». Αυτό δεν ήταν παράλογο.
    Ο αξιότιμος και γενναίος βουλευτής δέχεται με απόλυτη ειλικρίνεια ότι έγιναν βιαιότητες από τους Τούρκους. Επέμενε με μεγάλη αγανάκτηση σε μια δυο περιπτώσεις βιαιότητας από την πλευρά των Ελλήνων. Αλλά δεν είδα τον ίδιο τόνο αγανάκτησης όταν αναφέρθηκε στις τούρκικες βιαιότητες. Φύλαξε την οργή του μόνο για τους Έλληνες...
 Αναρωτιέμαι αν ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής είδε την έκθεση της αμερικανικής αποστολής για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν στον Πόντο... Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν και δεκάδες χιλιάδες βρήκαν εκεί το θάνατο...
Οι Έλληνες είχαν δικαίωμα να πουν: «Πριν αποσυρθούν τα στρατεύματά μας από τις γραμμές που καταλάβαμε... θέλουμε να έχουμε κάποια εγγύηση ότι δε θα συμβεί εκεί ό,τι έγινε στον Πόντο»... Δε μας συγχωρούσαν οι περιστάσεις να αφήσουμε το εμπόριο της περιοχής να τελεί κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας και ανωμαλίας. Αλλά οι Τούρκοι σκόπιμα επέμεναν σ' αυτό. Επιπλέον ανέτρεψαν την ισορροπία των προτάσεων των Παρισίων κι έτσι απόδειξαν ότι δεν αξίζουν να τους εμπιστευτεί κανείς πλήρη κυριαρχία και εξουσία σε περιοχή όπως το βιλαέτι της Σμύρνης... Ο Τούρκος είναι Ανατολίτης. Γνωρίζει πολλά. Ίσως δε γνωρίζει πάντα την αξία του χρόνου, αλλά στη διπλωματία επιδιώκει πάντα να κερδίζει χρόνο. Στηρίζεται στην ελπίδα ότι η άλλη πλευρά θα ενδώσει πρώτη...
    Λησμονώ ποιος είπε ότι δεν υπήρξαμε δίκαιοι και προς τις δυο πλευρές (Έλληνες και Τούρκους). Δεν είμαι βέβαιος ότι υπήρξαμε. Τι συνέβη; Διεξάγεται πόλεμος ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Υπερασπίζουμε την πρωτεύουσα του ενός μέρους (την Κων/λη) ενάντια στο άλλο μέρος... Αν δεν ευρισκόμασταν εκεί, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Έλληνες μπορούσαν μέσα σε ελάχιστες ώρες να καταλάβουν εκείνη την πρωτεύουσα... Υπάρχουν ακόμη ενδείξεις, ίσως όχι εντελώς αβάσιμες, ότι οι κεμαλικές δυνάμεις ανεφοδιάζονται από την Ευρώπη... Οτιδήποτε και αν συμβεί, πρέπει να εξασφαλίσουμε αρκετή προστασία για τις μειονότητες στο τμήμα αυτό της Μικράς Ασίας... Εγγύηση δεν εννοώ το λόγο της Άγκυρας. Ο λόγος αυτός δόθηκε επίσης στην Αρμενία. Ποια ήταν τελικά η αξία του;... Συμφωνώ ότι υπήρξε εποχή που η Τουρκία ήταν ανεκτική και σε γενικές γραμμές επιεικής απέναντι στους αλλόφυλους και αλλόθρησκους. Αλλά σήμερα επικρατεί άλλο πνεύμα που εμπνέει πολλούς απ' αυτούς που διευθύνουν την πολιτική της χώρας αυτής...

    Υπάρχει κάτι ακόμη που ειπώθηκε από τον εντιμότατο φίλο μου στον πολύ ενδιαφέροντα λόγο του. Ότι αναμφίβολα η Ελλάδα υποφέρει από τον ατυχή διχασμό ανάμεσα στους οπαδούς του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, που παραλύει τις προσπάθειές της. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή κατόρθωσε όσα κατόρθωσε. Διατήρησε στρατό, στρατό πολυάριθμο. Μου έχουν πει ότι υπάρχουν στρατιώτες που δεν έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους εδώ και 12 χρόνια -χωρικοί που άφησαν τα χωράφια τους- και ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ακόμα πρόθυμοι να συνεχίσουν τον αγώνα για να λευτερώσουν τους ομοεθνείς τους. Έχουν υποστεί οικονομικές θυσίες σχεδόν απίστευτες. Για να βγει η χώρα από τις οικονομικές δυσκολίες, επινοήθηκε το ευφυές εκείνο μέτρο, που διχοτόμησαν τα χαρτονομίσματα και το ένα κομμάτι τους διατηρήθηκε ως νόμισμα με αξία μισή ως προς την αρχική, ενώ το άλλο κομμάτι έγινε δάνεια αναγκαστικό για τις ανάγκες της πατρίδας. Αυτό είναι ένα τέχνασμα αντάξιο της εφευρετικότητας των Ελλήνων... Έγινε αγόγγυστα αποδεκτό από ολόκληρο τον πληθυσμό. Και αυτό έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να παρατείνουν ακόμη περισσότερο την παραμονή των παιδιών τους στο μικρασιατικό μέτωπο. Λαός που κατόρθωσε όλα αυτά αξίζει την εκτίμηση όλων μας, όλων των χωρών. Γι' αυτό ειλικρινά πιστεύω ότι οτιδήποτε κι αν συμβεί οφείλουμε να φροντίσουμε να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας σε περίπτωση οποιασδήποτε επανάληψης εκείνων των φρικτών επεισοδίων που έχουν καταισχύνει την ιστορία της χώρας αυτής.

  
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Οι νεκροί περιμένουν

«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ‘μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-         Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες!
- Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.

Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
 - Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε, λοιπόν, πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
- Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε ‘μείς να ‘ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

    Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
 
    Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ’ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
  Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ’ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά.
    Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
 
    Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
    Τρέμαν ακόμα απ’ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές...
   Κι είπαν: «Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας». Κι αποζητούσαν τούτη την ελπίδα με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί, το νερό και τ’ αλάτι.
    Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο Ρωμιοί Μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ’ όλα, τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...»

ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΕΣ

Οι δημοσιογράφοι των ξένων εφημερίδων μετέδιδαν μέσω των ανταποκριτών τους:
    «Με κάρα, γαϊδούρια, άλογα, αραμπάδες, με κάθε είδους τροχοφόρο, άλλοι στους ώμους, μικροί και μεγάλοι, οικογένειες ολόκληρες Τούρκων κουβαλούσαν ανενόχλητοι τα κλοπιμαία, παράνομο καρπό της λεηλασίας τους. Το τρίπτυχο δράμα βιασμών, σφαγών, λεηλασιών, κορυφώθηκε τη νύκτα της 31ης Αυγούστου, ξημερώνοντας η αποφράδα της 1ης Σεπτεμβρίου. Στη λαϊκή συνοικία τη λεγόμενη Τεπετζίκι σφάχτηκαν 300 γυναίκες, 80 νήπια, 550 άνδρες από τους αιμοβόρους γκρίζους λύκους, από τσέτες και ζεμπέκηδες, δηλ. τους άτακτους του τουρκικού στρατού πού αποτελούν την εγκληματική πρωτοπορία σ' επιθετικούς καιρούς.»
Και συμπληρώνει τους ανήσυχους δημοσιογράφους ο ιστορικός: «Στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου διεπράχθησαν φρικαλέα εγκλήματα από τους τσέτες.
Στην εκκλησία μέσα της Μυρτιδιώτισσας στο Μερσινλί στραγγαλίσθηκαν δεκάδες κορίτσια, ενώ στρατιώτες αποπατούσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Πτώματα επί πτωμάτων στοιβάχθηκαν και σχημάτισαν σωρούς στο οινοπνευματοποιείο του Πανάρετου και συγκεκριμένα στη συνοικία του Αγίου Βουκόλου (προς τιμήν ενός Αγίου που ήταν μαθητής του αποστολικού πατέρα και πρώτου της Σμύρνης μάρτυρα ιεράρχη Πολύκαρπου) είχαν καταφύγει εκατοντάδες γυναικόπαιδα και κτυπήθηκαν εκεί μέσα με όλμους και χειροβομβίδες.

ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ

     Οι πρώτες φλόγες που κατέφαγαν τη Σμύρνη κι έσβησαν την ελληνική χριστιανικότητά της άρχισαν να ξεπηδούν τη νύχτα της 30ής Αυγούστου κυρίως από την αρμένικη συνοικία που συνόρευε με το παζάρι της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες και τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου «και δι' αυτής», με την Μητρόπολη της Αγ. Φωτεινής. Όσο οι ώρες περνούσαν, τόσο οι φλόγες υψώνονταν μέχρι εβδόμου ουρανού. Πυροβολισμοί κι εκρήξεις συνόδευαν τον εμπρησμό της άλλοτε χαρούμενης πολιτείας, της πανάρχαιας πρωτεύουσας της πιο ελληνικής κι από την Ελλάδα Ιωνίας. Στο μεταξύ σκοτεινότεροι της νύχτας και του Άδη Τούρκοι προβοκάτορες και εμπρηστές περιέτρεχαν τις σκοτεινές συνοικίες αδειάζοντας κουβάδες τη βενζίνη και το πετρέλαιο.
   Προπαντός όμως το πρωί της 31ης Αυγούστου είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο του Νουρεντίν πασά, του δολοφόνου του Εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης. Οι φλόγες η μία μετά την άλλη αναπηδούσαν από τις δύο χριστιανικές συνοικίες. Τα κτίρια που ήθελε ο τουρκικός στρατός και η διοίκηση να διασώσουν, τα προστάτευαν, κατεδαφίζοντας τα πλαϊνά κτίρια και δημιουργώντας κενό για να μη μεταδοθεί η πυρκαγιά. Δηλαδή οικοπεδοποιούσαν τον πλαϊνό χώρο. Έτσι διασώθηκε η Ιταλική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και τα νεόδμητα κτίρια της Ευαγγελικής Σχολής και του Ιωνικού, που δεν πρόλαβαν να λειτουργήσουν οι Έλληνες.
    Αλλά ποια η απολογία των Τούρκων μπροστά στην κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης που και πολύ δεν τους ενδιέφερε; Αναρίθμητοι ήταν εκείνοι πού κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Ακόμη και οι ανήμποροι να μετακινηθούν άρρωστοι των νοσοκομείων έγιναν κι αυτοί στάχτη. Ανάμεσα τους και ο διάσημος ιατρός Ιπποκράτης Αργυρόπουλος, που αρκετό καιρό βρισκόταν κλινήρης στο νοσοκομείο της Σμύρνης.
   Ένα μεγάλο πλήθος Σμυρναίων μετακινήθηκε στον Πανιώνιο και κατέκλυσε τις κερκίδες του γηπέδου για να σωθεί. Άλλοι πάλι με τα βρέφη τους στις αγκαλιές έτρεχαν στο νεκροταφείο της πόλης τους, φωνάζοντας στους νεκρούς: «Βγείτε εσείς, να μπούμε εμείς!», για να πληρωθεί ο της Αποκαλύψεως λόγος: «Θ' αναζητούν οι άνθρωποι το θάνατο και δεν θα τον βρίσκουν». Έτσι έγινε στην τραγική Σμύρνη στα 1922 με την ανοχή των μεγάλων «χριστιανικών» δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας... και προς δόξαν του «χριστιανικού» πολιτισμού τους. Η αδιαφορία έγινε απανθρωπιά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Και ιδού οι μαρτυρίες από τον Ρενέ Πυώ, στο βιβλίο του «Ο θάνατος της Σμύρνης», τον αυτόπτη και αυτήκοο Πάλμερ Κίμπερλεγκ, στο βιβλίο του «Το κορυφαίο έγκλημα του πολιτισμού», και προπαντός από τον καλό Σαμαρείτη του Ελληνισμού της Ιωνίας Τζορτζ Χόρτον, γενικό πρόξενο των Η.Π.Α. στη Σμύρνη το 1922, που κυκλοφόρησε το πληρέστερο σήμερα ντοκουμέντο της καταστροφής της Σμύρνης.
    Γράφουν, λοιπόν, για το κρίσιμο αυτό θέμα για το ρόλο των λεγομένων «χριστιανικών» δυνάμεων, για τη συνενοχή τους στην καταστροφή της Σμύρνης. «Ισχυρά απόβασις υπό την προστασίαν των πυροβόλων του στόλου, θα ήταν πολύ αποτελεσματική. Υπάρχουν δύο ιστορικά προηγούμενα, του Ναβαρίνου στα 1827 και της Κρήτης στα 1897. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι ναύαρχοι χωρίς να περιμένουν οδηγίες των κυβερνήσεών τους, ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία και οι ενέργειες τους έφεραν τα γνωστά αποτελέσματα. Οι «σύμμαχοι» όμως δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη» (Ρενέ Πυώ)
    Και όχι μόνο δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη και τους χριστιανικούς πληθυσμούς, αλλά με εξαίρεση τους Αμερικανούς ναύτες, κτυπούσαν με κοντάρια τους Έλληνες και τους Αρμένιους που κατόρθωσαν να φθάσουν κολυμπώντας στα πλοία της σωτηρίας, αλλά ξύλο αντί σωτηρίας βρήκαν, «οι δυστυχισμένοι, οι πάντα ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί».
    «Στις 2 π. μ. της 15ης Σεπτεμβρίου 1922 οι επιβαίνοντες εις τα πολεμικά των λεγομένων χριστιανικών δυνάμεων, τα ναυλοχούντα εις τον γραφικό λιμένα της Σμύρνης, εθεώντο εκ μακράς αποστάσεως την πυρπόλησιν της πόλεως και την σφαγήν των κατοίκων της. Οι ναύαρχοι αυτών ήκουον απαθείς τας φωνάς των γυναικών, τους θρήνους των παιδιών, τας οιμωγάς των σφαζομένων».
Πάλμερ Κίμπερλεγκ, Το κορυφαίο έγκλημα πολιτισμού
                                                                                                             
«Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως, αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος [...] Ζήτημα είναι, όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της ημετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον

Απόσπασμα από την τελευταία επιστολή του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο (25 Αυγούστου 1922)

Τα εγκλήματα των Τούρκων στην Σμύρνη

«Σε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη της Σμύρνης από το Κοκάργιαλι έως το Κορδελιό και σε μήκος 30 χιλιομέτρων οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε γενική σφαγή των Ελλήνων κατοίκων και προσφύγων. Ολόκληρες οικογένειες εκτελούντο εν ψυχρώ».
    «Στα προάστια Αγία Τριάδα και Πετρωτά, οι κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο εντός των εκκλησιών, στις οποίες είχαν καταφύγει. Στη συνοικία Τεπετζίκι οι Τούρκοι εκτέλεσαν περισσότερες από 300 γυναίκες και 66 βρέφη.»

     Ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πυώ κατέγραψε μαρτυρίες συμπατριωτών του, οι οποίοι έκαναν λόγο για αποκεφαλισμένα σώματα μικρών παιδιών γύρω από την αρμενική μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου.
    Ο Αγγλος Ρόυ Τρέλοαρ, αντιπρόσωπος μεγάλης βρετανικής εταιρίας στην Σμύρνη, κατέθεσε ενδεικτικά ότι από τα πεταμένα στους δρόμους πτώματα, η νοσογόνος δυσοσμία ήταν τόσο ανυπόφορη, ώστε ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς στις αρμενικές γειτονιές.
    Αλλά και στην προκυμαία η κατάσταση που επικρατούσε, ήταν φρικώδης. Ιδιαίτερα ατιμωτική υπήρξε η μεταχείριση από τους Τούρκους των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι τους υποχρέωναν να καθαρίζουν γυμνοί την προκυμαία. Οι ταλαιπωρίες τους διήρκεσαν πολλές ημέρες, ενώ αρκετοί από αυτούς θανατώθηκαν με απαγχονισμό.
    Στο Μερσινλί, στην εκκλησία της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, οι Τούρκοι, αφού ασέλγησαν σε δεκάδες κοπέλες [...] τις στραγγάλισαν. Στο προάστιο αυτό κατεσφάγησαν όλοι οι εκεί παραμένοντες.
    Στο προάστιο Μπαϊρακλί, προκειμένου να αποφύγουν την ατίμωση και το βασανιστικό τέλος, εκατοντάδες νέες προτίμησαν να πέσουν στην θάλασσα, βρίσκοντας έτσι θάνατο από πνιγμό.

Aπό του Σαββάτου (27ης Aυγούστου 1922) μέχρι της Τετάρτης (31ης Αυγ.) κανένα αρμενικόν σπίτι δεν έμεινεν άθικτον. Παρεβιάζοντο αι θύραι, ητιμάζοντο αι γυναίκες, εσκοτώνοντο οι άνδρες και τα σπίτια ελεηλατούντο. Οι δρόμοι είναι κατάσπαρτοι από πτώματα φρικωδώς παραμορφωμένα. Τούρκοι στρατιώται του τακτικού στρατού μετέχουν της λεηλασίας. Τους συνηντήσαμεν φέροντας διάφορα δέματα. Επί όνων, κάρρων, φορείων αποκομίζουν τα διαρπαγέντα. Η σφαγή λαμβάνει τεραστίας διαστάσεις. Την νύκταν της Τρίτης, 30ης Αυγ., χιλιάδες Αρμενίων εσφάγησαν. Τα πτώματα των κείνται άταφα και αναδίδουν τρομερά δυσοσμίαν
    Εις τας ξένας εφημερίδας δημοσιεύονται τρομακτικαί περιγραφαί. Εις τον περίβολον του αρμενικού ναού του Αγίου Στεφάνου εσφάγησαν, αναφέρουν οι τηλεγραφούντες ανταποκριταί, άνω των 5.000 Αρμενίων, αφού κατεστάλη η ηρωική των αντίστασις. Ακολούθως επυρπολήθη ο ναός και απερίσπαστοι οι διώκτες ήρχισαν το έργον της συστηματικής καταστροφής των ελληνικών συνοικιών. Επί κεφαλής των στιφών ήτο αυτός ούτος ο διευθυντής της αστυνομίας του Κορδελιού.

Μαρτυρίες για τα αίτια της μεγάλης πυρκαγιάς στην Σμύρνη

«Η πυρκαιά τέθηκε σκόπιμα. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τους Τούρκους τακτικούς στρατιώτες να βάζουν φωτιά σε σπίτια, κρατώντας κουρέλια βουτηγμένα σε βενζίνη. Η εξόντωση των χριστιανών που ακολούθησε, υπήρξε συστηματική... Πολλοί κατέφυγαν στις εκκλησίες όπου κάηκαν ζωντανοί, όταν οι Τούρκοι τις πυρπόλησαν.»
The London Times, 5/9/1922

«Οι κεμαλικοί αποφάσισαν ότι η Σμύρνη θα γινόταν στο εξής πόλη καθαρά τουρκική. Οι γνώμες όλων συμπίπτουν: την πυρκαγιά την άναψαν οι Τούρκοι, με την σύμπραξη του τακτικού τους στρατού... Οι Τούρκοι, μετά την λεηλασία της αρμενικής συνοικίας και τη σφαγή πολλών κατοίκων της, κατέφυγαν στην φωτιά, για να εξαλείψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους»
Ρενέ Πυώ

«Πυρκαϊά ξέσπασε σε πολλά σημεία, άρα επρόκειτο για συστηματική πυρπόληση, που μπορούσε να γίνει μόνο βάσει συντονισμένου σχεδίου. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την Σμύρνη, αποσκοπώντας στην έξωση όλων, όσοι δεν ήταν μουσουλμάνοι ή Εβραίοι. Η φωτιά που κατέστρεψε την Σμύρνη ήταν η φυσική αποκορύφωση των ενεργειών του φανατισμένου τουρκικού στρατού»
Ένορκη μαρτυρία του καθολικού ιερέα της Σμύρνης, αιδεσιμότατου Τσαρλς Ντόμπτσον

Η μεγάλη πυρκαϊά που κατέκαψε την πόλη, αποτέλεσε την χαριστική βολή για την ιωνική πρωτεύουσα που επί 30 αιώνες βρισκόταν σε ακμή. Το όνειρο του κεμαλισμού έλαβε σάρκα και οστά επάνω στις στάχτες και το αίμα. Η ελληνική Σμύρνη ανήκε πλέον στο παρελθόν και στην ιστορική μνήμη.

Μια λιτανεία ντροπής

    Tην επόμενη μέρα στην Κωνσταντινούπολη, μάθαμε ότι είχε υπογραφεί η συνθήκη των Μουδανιών. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν υποχρεώσει τους Έλληνες να παραδώσουν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους, με σκοπό να σταματήσουν τον Κεμάλ. Οι πρόσφυγες από τη Θράκη άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά τους. Άφησαν την Αδριανούπολη με το πρώτο τραίνο. Αλλά το τραίνο σταμάτησε μεσοστρατίς, γιατί οι πρόσφυγες μπλόκαραν όλο το δρόμο κατά μήκος του Έβρου. Είκοσι μίλια προσφύγων. Μια λιτανεία ντροπής...

     Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίτταλ (Βίταλ). Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο, αν δεν είχαν προδοθεί. Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερα πόστα. Πολλοί απ' αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια ντουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο.

     Όλη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης. Έφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! Μόνο με μια βρόμικη κουβέρτα ο καθένας. Και με συντροφιά, βέβαια, τα κουνούπια της νύκτας. Αυτοί οι άνδρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας, που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το φινάλε της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας...
Ημερολόγιο του Χέρνεστ Χέμινγουέι


Προφητικά λόγια του Χρυσοστόμου κατά την ώρα της χειροτονίας του ως Μητροπολίτης Δράμας (1902)

«Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος, και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το επ’ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην ...και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου.»


ΛΙΓΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

[...] Ο Τρικούπης δεν έχει πλέον επαφή με την Στρατιά και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν, αποφασίζει στις 10.00 να εκκενώσει το Αφιόν. Ενδεικτικό της σύγχυσης είναι ότι ενώ τα στρατηγεία του Α' Σώματος και της IV Μεραρχίας ευρίσκοντο μέσα στην πόλη, δεν επικοινωνούσαν και η μεραρχία συνέχισε να μάχεται μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι.

[...] Τρομερά πράγματα συνέβησαν κατά την υποχώρηση. Το Γραφείο Σημάτων ξηλώθηκε πριν διανεμηθεί η διαταγή σε όλες τις μονάδες με τα παραπάνω αποτελέσματα και ο ασύρματος του Σώματος από λάθος φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία, η οποία κατευθυνόταν στο Εσκή Σεχίρ.

[...] Δυστυχώς η επικοινωνία μεταξύ Στρατιάς και Τρικούπη αποκαθίσταται αργά το βράδυ. Δυστυχώς, γιατί η διαταγή του Χατζηανέστη είναι: το Α' Σώμα να αντεπιτεθεί ή τουλάχιστον να υποχωρήσει βήμα-βήμα. Ολέθριες διαταγές, τις οποίες ο Τρικούπης θα υπακούσει. Η υπακοή του στην αλλόκοτη διαταγή θα οδηγήσει ένα ολόκληρο σώμα στην καταστροφή και στην αιχμαλωσία. Ο μοιραίος στρατηγός δεν ετόλμησε να αψηφήσει τις εξωπραγματικές διαταγές του αρχηγού του.

[...] Τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα και κανείς ασύρματος δεν λειτουργούσε. Το συνονθύλευμα αυτό οδηγήθηκε σε μάχη σε χώρο πλήρως ελεγχόμενο από τον εχθρό. Στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Στο Αλή Βεράν, μετά το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου, γράφθηκε μια πραγματική τραγωδία. Τα δείγματα ατομικής αυτοθυσίας και ηρωισμού χρειάζονται τόμους για να γραφούν. Οι Έλληνες με το πάθος του απελπισμένου, ενώ βάλλονται καταιγιστικώς από τους γύρω λόφους, δεν περιμένουν να πεθάνουν αμυνόμενοι. Η κραυγή «Αέρα, αέρα!» [...] δονεί την ατμόσφαιρα, αυτή την συννεφιασμένη μέρα και οι ήρωες επιτίθενται εναντίον των κυμάτων του εχθρού. Η ορμή τους είναι υπεράνθρωπη, αφού οι Τούρκοι με την ψυχολογία του θριαμβευτή, αναγκάζονται να υποχωρούν απέναντι στους προδομένους «ημίθεους». Οι Έλληνες δεν μάχονται συμβατικά. Τρικούπης και Διγενής πολεμούν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους φαντάρους, σαν να επιζητούν τον θάνατο ως ύστατη πράξη εξιλέωσης. Πολεμούν ακόμη και γραφιάδες και βοηθητικοί. Ακόμη και οι ιερείς των μονάδων. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η τιμή τους και αυτή δεν θέλουν να την χάσουν.

    Στην κόλαση του Αλή Βεράν, 16 ελλιπή τάγματα απέκρουσαν 60 εχθρικά με 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες. Τελικώς πριν τις 22.00 το βράδυ τα απομεινάρια των δυο Σωμάτων κατορθώνουν να διαφύγουν προς δυσμάς, ενώ οι τραυματίες στον χώρο της μάχης εκλιπαρούν τους συναδέλφους τους να τους απαλλάξουν από το όνειδος της τουρκικής αιχμαλωσίας, χαρίζοντάς τους το θάνατο. Αλλά και αυτοί οι οποίοι διαφεύγουν, δεν γλυτώνουν, εκτός από την ΙΧ Μεραρχία του Γαρδίκα. Ο Τρικούπης και όσοι είναι μαζί του θα παραδοθούν κοντά στο Ουσάκ, εκτός από έναν: τον Σπαρτιάτη αντισυνταγματάρχη Σακέτα, ο οποίος, βρίζοντας τον Τρικούπη, μόνος όρμησε έφιππος προς τις γραμμές των Τούρκων και πέρασε στην αθανασία, καθώς το κορμί του έπεφτε διάτρητο από τις σφαίρες.
    Ο Τρικούπης και ο Διγενής θα είναι οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί στην ιστορία του ελληνικού στρατού, οι οποίοι θα παραδοθούν στον εχθρό και δέχονται με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών, όπως ο Βλάχος, οι οποίοι σχίζουν τις επωμίδες τους κλαίγοντας από ντροπή, όπως κλαίνε και οι προδομένοι άνδρες. Υπάρχουν και οι Μικρασιάτες φαντάροι, οι οποίοι προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν.


«Θα πω ένα ιστορικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά του ηγέτη από τον ηγετίσκο, τον διορισμένο.
    Στις 27 Δεκεμβρίου του 1920, ενώ εμαίνετο ο εμφύλιος πόλεμος στην Τουρκία μεταξύ μουσουλμανικών δυνάμεων, πιστών στο σουλτάνο, και κεμαλικών, ο Ετέν πασάς επικεφαλής των σουλτανικών στρατευμάτων μάχεται εναντίον του Κεμάλ. Ο Κεμάλ έχει εφεδρείες που έρχονται συνέχεια και ο Ετέν βλέπει ότι θα ηττηθεί... Και ζητάει ο Ετέν την βοήθεια του Πρώτου Ελληνικού Σώματος Στρατού, το οποίο ήταν δίπλα.
Το Πρώτο Σώμα Στρατού ζητάει από την κυβέρνηση του Γούναρη και να του πουν τι να κάνει, να πάει να βοηθήσει ή όχι. Αλλά τότε, οι κυβερνώντες στην Αθήνα το είχανε ρίξει στα πανηγύρια για τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 όπου οι ενωμένοι βασιλόφρονες νίκησαν τον Βενιζέλο, με αποτέλεσμα ο Ετέν πασάς να αντέξει μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 1921, οπότε παραδόθηκαν οι μισοί του άνδρες στο δικό μας Πρώτο Σώμα Στρατού και οι άλλοι μισοί προσχώρησαν στον Κεμάλ... Εάν υπήρχε τότε ηγέτης στην Ελλάδα και έδινε εντολή να επέμβει το Πρώτο Ελληνικό Σώμα Στρατού, ίσως θα είχαμε αιχμαλωτίσει τον Κεμάλ!
(Και μην αμφισβητήσει κανείς το γεγονός αυτό, διότι στα Αρχεία της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού υπάρχει η αίτηση του Πρώτου Σώματος προς την τότε κυβέρνηση)
Γιώργος Κωστής
ιστορικός

Εθνολογική σύνθεση της Δυτικής Μικράς Ασίας
πριν από την καταστροφή

Βιλαέτι  Σμύρνης (Αϊδινίου)
Έλληνες: 676.090
Τούρκοι: 378.769

Βιλαέτι  Προύσας
Έλληνες: 274.799
Τούρκοι: 305.785

Σαντζάκι της Νικομήδειας
Έλληνες: 116.372
Τούρκοι: 85.500

Μικρασιατικό σαντζάκι Κωνσταντινούπολης (περιοχές Χαλκηδόνας κλπ.)
Έλληνες: 118.000
Τούρκοι: 188.521




9/9/1922

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ βίντεο για την καταστροφή της Σμύρνης: