Ένα από τα πιο γραφικά και φημισμένα περίχωρα της Σμύρνης
ήταν το Σεβντίκιοϊ, το λεβέντικο, το σεβνταλίδικο κεφαλοχώρι της Ιωνίας,
πασίγνωστο για την παλικαριά και την εργατικότητα των Ελλήνων κατοίκων του. Η
κωμόπολη αυτή είναι χτισμένη περίπου 12 χλμ. νοτίως της Σμύρνης, στις υπώρειες
του Κιζίλνταγα, του ανατολικότερου βουνού της Ερυθραίας Χερσονήσου, σε
τοποθεσία εξαίρετου φυσικού κάλλους, ανάμεσα σε εύφορους λόφους, δάση και
γόνιμες κοιλάδες. Στα ανατολικά και στα νότια του χωριού, δηλαδή προς τον
Μπουτζά και το Τζιμόβασι, απλωνόταν μια μεγάλη και πλούσια πεδιάδα,
κατειλημμένη σήμερα σε μεγάλο βαθμό από το αεροδρόμιο της Σμύρνης, δρόμους και
χιλιάδες νέα κτίσματα. Το κλίμα της περιοχής είναι εξαιρετικό, ιδανικό για τις
μεσογειακές καλλιέργειες. Σ’ αυτά τα δυο στοιχεία και στη φιλοπονία των
κατοίκων οφειλόταν ο πλούτος του χωριού.
Παρόλο που το
Σεβντίκιοϊ βρίσκεται πάνω στον αρχαιότατο στρατηγικό δρόμο που οδηγεί στις
πλούσιες κοιλάδες του Καΰστρου (Έφεσος) και του Μαιάνδρου (Μίλητος, Πριήνη,
Αϊδίνι), φαίνεται πως δεν κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, γιατί τα αρχαία
κατάλοιπα που βρέθηκαν ως τώρα (θεμέλια πύργου, λίγες επιγραφές, θραύσματα
αγγείων) είναι ελάχιστα κι έτσι είναι βέβαιο πως δεν υπήρχε εκεί κάποιος
σημαντικός αρχαίος οικισμός. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα νεότερο μεσαιωνικό
οικισμό, ίσως κάποιο υστεροβυζαντινό τιμάρι, το οποίο στα χρόνια της οθωμανικής
κατάκτησης (14ος αι.) αποτέλεσε τσιφλίκι ενός Σελτζούκου ουλεμά (ιεροκήρυκα),
του Σεϊντί Μουκερέμ Εντίν, στον οποίο οφείλεται και το όνομά του χωριού
(Σεϊντίκιοϊ, δηλαδή χωριό του Σεϊντί).
Στα νεότερα χρόνια η ονομασία αυτή παρεφθάρη και κατέληξε στο στόμα των Ελλήνων
ως Σεβντίκιοϊ. Με την υστερία που επικρατούσε κατά τον 19ο αιώνα για τον
εξαρχαϊσμό ελληνικών και ξένων τοπωνυμίων, ο Σμυρναίος λόγιος Ικέσιος Λάτρης
βάφτισε το χωριό με το αρχαιοπρεπές όνομα Ιμέριον ή Ερασίνον, δηλαδή χωριό του
πόθου, του έρωτα, του σεβντά, μεταφράζοντας την τουρκική λέξη Σεβντίκιοϊ.
Φυσικά η ονομασία του Λάτρη δεν επικράτησε πέραν ορισμένων αρχαιοπλήκτων
λογίων.
Το Σεβντίκιοϊ
επισκέφθηκαν ήδη από τον 16ο αιώνα πολλοί ξένοι περιηγητές που πήγαιναν στην
Ιωνία και ύμνησαν τα γραφικά τοπία, τα κυνήγια, τις εξοχές και τη ρομαντική θέα
του χωριού. Η δυναμική ελληνική παρουσία μαρτυρείται σε κείμενα για πρώτη φορά
το 1765. Προηγουμένως (1678) οι περιηγητές αναφέρουν ότι στην περιοχή υπήρχε
ένας πολύ φτωχός τουρκικός οικισμός με ένα μικρό τζαμί και μια παμπάλαια βρύση.
Αυτά σώζονταν βεράνια (ερείπια) ως την έξοδο των Ρωμιών, το 1922, που τα
ονόμαζαν «το κουτρουλότζαμο κι ο παλιός τσεσμές». Το Σεβντίκιοϊ όμως, έτσι όπως
το ξέρουμε από τα χρόνια των παππούδων μας, ήταν μια αποκλειστικά ελληνική
κωμόπολη με 7.955 Έλληνες, 20 Τούρκους, 20 Αρμενίους και 5 Ολλανδούς κατοίκους
το 1921. Ο Ελληνισμός της περιοχής πύκνωσε, όπως άλλωστε σε ολάκερη την Ιωνία,
από τον 18ο αιώνα και πέρα, με εποίκους κυρίως από τη Σάμο, τις Κυκλάδες, τη
Ρούμελη και τον Μοριά. Στο κεφαλοχώρι υπήρχαν από πολύ παλιά πολυτελείς
εξοχικές επαύλεις των προξένων και των Λεβαντίνων (Ευρωπαίων) της Σμύρνης, αλλά
και πλουσίων Ρωμιών, που προτιμούσαν να μένουν εδώ, λόγω του εξαίρετου
κλίματος. Πριν από το ’22 οι μεγαλύτερες βίλλες ανήκαν στις ολλανδικές
οικογένειες Βαν Λένεπ, Μοκ και Ντε Όσπιε και στις ελληνικές Ρούσσου, Χάπα,
Κόκκινου, Χανιώτη, Φώσκολου, Λεοντσίνη, Κυριακίδη και Μαυρουδή. Μα οι
πλουσιότεροι άνθρωποι ήταν οι Φωτιάδηδες, που πλούτισαν στην Αίγυπτο και
διέθεταν αμύθητη περιουσία στη Μ. Ασία και στο εξωτερικό. Υπήρξαν οι μεγάλοι
ευεργέτες του τόπου. Η έπαυλη του Δημήτρη Φωτιάδη ήταν σημείο αναφοράς στο
Σεβντίκιοϊ. Είχε 40 δωμάτια κι έναν υπέροχο κήπο με 12 αγάλματα των μηνών και 4
μεγαλύτερα των εποχών. «Αυτού μέσα», αφηγούνται οι Σεβντικαλιές πληροφορήτριές
μου Θοδώρα Κοσμά, Γιωργίτσα Σταθάκη και Λουλού Μαντουρέκα, «ηχώραε ούλο το
χωριό μας! Σαν ηερχούντανε η Λαμπροδευτέρα, ηπηαίναμε στση Φωτιάδαινας με το
μπαργιάκι τση Ανάστασης ομπρός κι από ξοπίσω ούλο το Σεβντίκιοϊ, με τσι
γκράδες, τσι πιστόλες και τσι τσιφτέδες στα χέρια, ν’ ανεστατώνουνε το ντουνιά
απ’ τσι ντουφεκιές! Κι οι Φωτιάδηδοι ηχαιρούντοστε κι ηχαιρετούσανε ούλον τον
κόσμο με αγάπη». Σ’ αυτή τη βίλλα στεγάστηκε, κατά την ελληνική διοίκηση του
τόπου (1919-1922), το 1ο Σώμα Στρατού Μ. Ασίας.
Τέσσερις ήταν οι
βασικοί μαχαλάδες του χωριού: ο Απάνου, ο Κάτου, το Τσάι κι ο Σταθμός, όπου
κατέληγε η σιδηροδρομική παράκαμψη 1.600 μ. που κατασκεύασε το 1880 ο Δημήτρης
Φωτιάδης, για να ενώσει το χωριό με το τρένο Σμύρνης-Αϊδινίου, δαπανώντας 6.000
χρυσές λίρες! Η κεντρική πλατεία, το Καφαλάνι, συγκέντρωνε όλη την κίνηση. Γύρω
της απλωνόταν το τσαρσί (αγορά) με τα κυριότερα μαγαζιά, μαγερειά και χάνια, το
δημαρχείο και το κονάκι.
Διοικητικά το
Σεβντίκιοϊ ανήκε στον καζά (υποδιοίκηση) Σμύρνης και αποτελούσε έδρα ναχιγιέ
(δήμου), που εκτεινόταν στις ιωνικές περιοχές του ξακουστού αρχαίου Κολοφώνος
και του περίφημου αρχαίου μαντείου του Κλαρίου Απόλλωνος. Στο ναχιγιέ του
Σεβντίκιοϊ υπάγονταν τα 40 χωριά (19 τούρκικα, 10 ελληνικά και 11 μικτά) που
βρίσκονται ανάμεσα στην Ανατολική Ερυθραία (Σιβρισάρι) και στην υπόλοιπη Ιωνία
(Τουρμπαλί, αρχ. Μητρόπολις). Μεγαλύτερα χωριά ήταν το Τζιμόβασι (2.315 κάτ.,
οι 1.500 Έλληνες – σήμερα Μεντερές), το Γκιαούρκιοϊ (αρχ. Κλάρος, κάτ. 1.190,
όλοι Έλληνες – σήμερα Αχμέτμπεϊλί), η Μπουλγούρτζα ή Μάλκατζι (κάτ. 870, οι 719
Έλληνες. Από εδώ κατάγεται η μεγάλη τραγουδίστρια Χαρούλα Αλεξίου), το
Ντεγιρμέντερέ (αρχ. Κολοφών, κάτ. 567, οι 560 Τούρκοι), το Κεσερλί (κάτ. 725,
οι 696 Τούρκοι), το Ντεβελίκιοϊ (κάτ. 482, όλοι Έλληνες) και τα Κοιμητούρια
(κάτ. 383, οι 115 Έλληνες – σήμερα Γκιουμουλντούρ). Το 1921, το σύνολο των
κατοίκων του Δήμου Σεβντίκιοϊ έφτανε τους 18.868, εκ των οποίων 12.503 ήταν
Έλληνες και 6.323 Τούρκοι. Οι μουχτάρηδοι (δήμαρχοι) και οι αζάδες (σύμβουλοι)
στο χωριό ήταν πάντα Έλληνες. Τελευταίος δήμαρχος διετέλεσε ο Σπύρος Μαυρουδής.
Εκκλησιαστικά
το Σεβντίκιοϊ υπαγόταν στη Μητρόπολη Σμύρνης και είχε μια λαμπρή εκκλησία του
Άη-Γιάννη του Θεολόγου που πανηγύριζε στις 8 Μαΐου, πάντοτε με την παρουσία του
εκάστοτε μητροπολίτη Σμύρνης. Ήταν χτισμένη πριν από το 1796 κι ανακαινίστηκε
ριζικά το 1864. Είχε περίτεχνη βοτσαλωτή αυλή, μαρμάρινο τέμπλο, δάπεδο και
δεσποτικό, καθώς και πολυτελή διακόσμηση, με πλούσια αφιερώματα κυρίως της
οικογένειας Φωτιάδη. Δυστυχώς ισοπεδώθηκε μετά το 1922. Δίπλα στο νεκροταφείο
του χωριού, στο παρεκκλήσι του Άη-Γιάννη του Νηστευτή (του Ντεντέ όπως τον
έλεγαν οι Σεβντικιαλήδες), βρισκόταν το αγίασμα και η Εύρεση, η θαυματουργή
εικόνα του Προδρόμου. Στη χάρη του (29 Αυγούστου) γινόταν μεγάλο πανηγύρι, στο
οποίο συνέρρεαν προσκυνητές απ’ όλη την περιοχή της Σμύρνης, για να κρεμάσουν
το κουρελάκι τους στη μεγάλη βελανιδιά και να ξορκίσουν κάθε κακό, αλλά και να
φάνε «τσι φαμόζικες σεβντικιαλιές λουκουμάδες που ημοσκομυρίζανε μέλι και
κανελίτσα». Η περιουσία των εκκλησιών έφτανε τις 45.000 χρυσές λίρες.
Το Σεβντίκιοϊ
είχε οργανωμένη ελληνική παιδεία ήδη από τα μέσα του 19ου αι. Λειτουργούσαν
νηπιαγωγείο, εξατάξιο αρρεναγωγείο (ιδρυμένο πριν από το 1850, στεγαζόταν σε
κτίριο μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας) και εξατάξιο παρθεναγωγείο (ιδρύθηκε
πριν το 1870. Στεγάστηκε σε καλό νεόδμητο κτίριο δίπλα στην εκκλησία). Στα
σχολεία αυτά, που ήταν προικισμένα με ακίνητη περιουσία 20.000 χρ. λιρών,
φοιτούσαν συνολικά 750 μαθητές και δίδασκαν 15 δάσκαλοι. Υπήρχαν επίσης δύο
σπιτικά (ιδιωτικά) σκολειά και μια κρατική Γεωργική Σχολή, ιδρυμένη το 1910,
στην οποία εκπαιδεύονταν αγρότες από τη Δυτική Μικρασία και τα νησιά του
Αιγαίου.
Οι
Σεβντικιαλήδες ασχολούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία με τη γεωργία. Τα εύφορα
χτήματα της περιοχής απέδιδαν πλουσιότατο εισόδημα στους κατοίκους και η
παραγωγή ήταν άφθονη, χάρη στη φιλεργία και την ικανότητα των αγροτών.
Δημητριακά (4.000 τόνοι), λάδι (2.320 τ.), καπνά (1.000 τ.), σταφίδα (310 τ.),
μπρούσκο κρασί (600 τ.), φρούτα, λαχανικά και ελιές κουρμάδες (ζαρωτές) ήταν η
κύρια παραγωγή του κεφαλοχωριού στις αρχές του 20ού αιώνα, γνωστή για την
ποιότητά της στην Ιωνία και στην Ευρώπη. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης ορυχεία
μολύβδου και λιγνίτη που εφοδίαζαν τα εργοστάσια της Σμύρνης. Και η κτηνοτροφία
ήταν πολύ αναπτυγμένη, με κεφάλαιο περίπου 30.000 ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων,
και καλή παραγωγή κασκαβαλιών (τυριών, 200 τόνοι), δερμάτων και μαλλιών.
Φημισμένοι Σεβντικιαλήδες κεχαγιάδες (ή κιάχοι, κτηνοτρόφοι) υπήρξαν οι
Κοντογιανναίοι, οι Λαφαζαναίοι, οι Χατζηθανασαίοι, οι Πλακωτάρηδοι και οι
Μπεζιργιαναίοι. Στο «χωριό» υπήρχαν επίσης 2 κασαρίες (τυροκομεία, των Ριμπά
και Μαντουρέκα), 4 λαδόμυλοι (των Μπαρδαξή, Τζίτζικα, Φώσκολου και Μοκ), 3
αλευρόμυλοι (των Κωτσάκη, Τσόγκα και Μοκ), 7 ταβέρνες (οινοπνευματοποιεία) που
έβγαζαν διάφορα ποτά και κυρίως το περίφημο σεβντικαλιό μαύρο κρασί, το
περιζήτητο στα καπηλειά της Σμύρνης. Λειτουργούσαν επίσης κάθε λογής εργαστήρια
και καταστήματα για γεωργικά ή είδη καθημερινής ανάγκης, όπως αλμπάνικα
(πεταλωτήρια) και τσιλιγκέρικα (σιδεράδικα), αχτάρικα (ψιλικατζήδικα),
μπακάλικα, φούρνοι κλπ.
Τα έθιμα, τα
ήθη, οι δοξασίες των Σεβντικιαλήδων δεν διέφεραν και πολύ από αυτά των Ελλήνων
της ευρύτερης περιφέρειας της Σμύρνης. Πολύ χαρακτηριστικό ήταν το αντέτι
(έθιμο) «στη γιορτή τση Άγιας Βαρβάρας, στσι 4 του Δεκεβριού, που ηβγαίνανε στα
τρίστρατα τρία κορίτσια από τα κοντινά σπίτια του μαχαλά, βαστώντας χάσικο
αλεύρι, κανέλα και μέλι, και ηψένανε στο σάτσι (πυρωμένη λαμαρίνα) μελόπιτες
και τσι διαμοιράζανε σε ούλοι τσι περαστικοί, για να ξορκίσουνε, λέει, τη
μελογαλούσα, τσι γλυκιές μαθές (δηλαδή την ευλογιά), που ‘ναι αρρώστια πολύ
κακιά», κατά τη μαρτυρία της αγαπημένης μου γειτόνισσας Θοδώρας
Χατζηβασιλείου-Κοσμά, που την είχα σα γιαγιά μου και μ’ έμαθε το Σεβντίκιοϊ από
τα μικράτα μου.
Μια πολύ διαδεδομένη,
συλλογική συνήθως, δουλειά για τις Σεβντικαλιές το καλοκαίρι ήταν η παρασκευή
του φιδέ, δηλαδή της σπιτικιάς μανέστρας. Τον έφτιαχναν με χάσικα (αγνά) υλικά
και μεγάλη πιδεξοσύνη (δεξιοτεχνία), σε μεγάλες ποσότητες για το γεμεκλίκι (τις
ετήσιες ανάγκες τροφίμων) κάθε οικογένειας, πολλές γυναίκες μαζί, οι λεγόμενες
γιαρτιμτζούδες (βοηθοί, συμπαραστάτες), μέσα σε ατμόσφαιρα ευθυμίας, με
κογιοναρίσματα (πειράγματα), τραγούδια, κουριόζικα (αστεία) και φυσικά κουσέλι μπόλικο (κουτσομπολιά).
Ιδιαίτερα
εντυπωσιακή ήταν η τοπική αντρική φορεσιά των Ελλήνων του Σεβντίκιοϊ, τα βρακιά
ή σαλβάρια. Μια καλή φορεσιά κόστιζε πανάκριβα (20 χρυσές λίρες), ραμμένη με
εκλεκτά υφάσματα και στολισμένη με πολυτελή υλικά. Αποτελούνταν από το τσοχένιο
σαλβάρι, το γελέκι και το εσλίκι (σακάκι) με τα πλούσια χάρτζα (μπιρσιμένια
στολίδια), τα ολοστόλιστα τουζλούκια (περικνημίδες), το πολύχρωμο ολομέταξο
νταραμπουλούσι ζωνάρι, φερμένο από τους Αγίους Τόπους, το κόκκινο φέσι με την
βαριά μπιρσιμένια φούντα και περιτυλιγμένο με το πολύτιμο κιτρινωπό καμπανί. Η
εμφάνιση ενός Σεβντικιαλή με τα καλά σαλβάρια τού προσέδιδε σελμπεσιά και
ζαριφλίκι, κύρος κι αρχοντιά.
Οι γυναίκες δεν είχαν τοπική φορεσιά, αλλά ντύνονταν
σύμφωνα την αστική σμυρναίικη μόδα της εποχής.
Κατά την εποχή
του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και των αντεκδικήσεων (1908-1919) στο
Σεβντίκιοϊ συνέβησαν διάφορα γεγονότα που συντάραξαν τη μικρή κοινωνία του,
όπως δολοφονίες αγροτών στα χωράφια από άτακτους Τούρκους ενόπλους, εκβιασμοί,
ληστείες, απαγωγές, ακόμη και ο φόνος του δημάρχου Κώστα Κόκκινου. Κατά τις
πρώτες μέρες του Μάη του 1919, όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη,
ορισμένοι Σεβντικιαλήδες προέβησαν σε αντεκδικήσεις κι έκαψαν μερικά τουρκικά
δημόσια κτίρια. Οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τους Έλληνες στρατιώτες ως ελευθερωτές
και τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Αρκετοί Σεβντικιαλήδες κατατάχτηκαν με
ενθουσιασμό στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν γενναία στα μέτωπα της
Μικρασίας. Όταν άρχισε η καταστροφή, περί τα τέλη Αυγούστου του ’22, πολλοί Σεβντικιαλήδες
προσέφυγαν στη Σμύρνη για προστασία και 300 παλικάρια έμειναν στο χωριό, για να
κρατήσουν άμυνα. Μάταια όμως. Παρά τη γενναία αντίσταση, οι τσέτες σκότωσαν
όσους βρήκαν στο χωριό, ενώ οι φυγάδες στη Σμύρνη πέρασαν τα πάνδεινα στην
πυρκαγιά και σ’ εκείνες τις τραγικές μέρες, ώσπου να μεταφερθούν στην Ελλάδα.
Μετά την
Καταστροφή του ’22, το Σεβντίκιοϊ σχεδόν ρήμαξε κι ο τόπος φτώχυνε πολύ. Αμέσως
μετά την έξοδο των Ρωμιών, Τούρκοι από γειτονικά χωριά λεηλάτησαν τα πάντα κι
έκαψαν μεγάλο μέρος του χωριού. Σταδιακά οι βίλλες ερειπώθηκαν, πολλά σπίτια
ανασκάφηκαν για την εύρεση τάχα κρυμμένων θησαυρών, οι εκκλησιές και τα σχολεία
ισοπεδώθηκαν. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν αρχικά, μετά το 1923, Μουσουλμάνοι
πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, την Καβάλα, την Δράμα, την Κρήτη και πρόσφατα, μετά
το 1970, χιλιάδες Τούρκοι εσωτερικοί μετανάστες. Τ’ αμπέλια κι οι ελαιώνες
αντικαταστάθηκαν από μποστάνια ή καπνοχώραφα κι αργότερα από πολυκατοικίες. Τα
χιλιοκόπαδα μεταμορφώθηκαν σε χιλιάδες αυτοκίνητα και το φυσικό κάλλος, που
τόσο εξυμνούσαν οι παλιοί, έδωσε τη θέση του σε φοβερά κτίρια, κάθε λογής
φρικαλέες μοντέρνες κατασκευές και διαρκή ρύπανση.
Οι
Σεβντικιαλήδες διασκορπίστηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στην Κρήτη, στις
προσφυγογειτονιές της Αθήνας, στην Πάτρα και στη Μακεδονία, ιδίως στην περιοχή
Θεσσαλονίκης (Βαθύλακκος, Διαβατά κ. α.). Και στη Νέα Ερυθραία εγκαταστάθηκαν
αρκετές οικογένειες Σεβντικιαλήδων, όπως οι Μαντουρέκα ή Αμβράζη, Σταθάκη,
Κορωναίου, Γάσπαρη, Χασαπάκη, Κανελλάκη, Παπάζογλου, Ζαφειράκη, Κοντοχρήστου,
Κωτσάκη, Αδαμάκη, Ρήγα, Δημάκη, Μυλωνά, Κίτσικα, Πλακωτάρη, ίσως και άλλες που
δεν γνωρίζω.
Σήμερα το
Σεβντίκιοϊ ονομάζεται πλέον Γκαζίεμίρ (Gaziemir, από το
όνομα του γειτονικού Καζαμιριού, όπου και το αεροδρόμιο της Σμύρνης) και είναι
ένα αδιάφορο πολυπληθές προάστιο της ιωνικής μεγαλούπολης (180.000 κάτοικοι!),
με αμέτρητα νέα κτίρια, πολύ συνηθισμένα στις «υπό ανάπτυξιν» χώρες, όπως η
Ελλάδα και η Τουρκία.
Τη θλίψη και
τη μελαγχολία του Έλληνα τουρίστα-προσκυνητή διακόπτει συχνά η πολύ φιλόξενη
αντιμετώπιση των Τούρκων και τα εγκάρδια καλωσορίσματα στα τούρκικα ή στα
ελληνικά. Με χαρά θα σε πάει ο αγαθός Μουσουλμάνος στο Καφαλάνι, στο αγίασμα
του Ντεντέ, στα Φράγκικα και στση Μαντάμας το σοκάκι, στο Τσαρσί, στα γεφύρια
του Φωτιάδη και του Σταθάκη, στση Κρητικιάς το μπουνάρι, στο Σαρίντζι ή όπου
αλλού, για να πάρεις μια γεύση από το πάλαι ποτέ σμυρναίικο λεβεντοχώρι, το
ελληνικό Σεβντίκιοϊ.
Θοδωρής
Κοντάρας
φιλόλογος
5 Σεπτεμβρίου
2011